ΣΚΟΡΔΑΛΙΑ ΚΑΙ… ΑΛΙΑΔΑ

Ήθελα να ξεραθυμίσω και εγύρευα μέρες το ξαγγαστρικό μου αλλά τα ξερέξα μου περνάνε από ΑΣΕΠΙ για το … ελεύτερο!!
Είναι αλήθεια πως κομμένος και ραμμένος Ανωησάνος ρεφουζάρω τα… γκουρμέ κι έχω σε γούστο τσι πατσούλες, τσι σκορδαλιές και τσι τραοκεφάλες!!
Γλέπεις ευτά, μολημερνά, βγάνουνε μυρουδιές, μπαφάδες και γνούφα και … αλοίμανο και ξεθυμάνουνε οι εξατμίσες κοντά σε στενόκλαστους και στενοκλάστες!!
Κι εγώ που βολτετζάρω σε Βρυξέλλες μεριά πρέπει νάχω τα μέντε μου, τσι μυρουδιές μου απίκου, παστρικιά τη δοντοσά μου και καραμέλες του φιλιού στη κολότσεπη για φρέσκια την ανασασά μου!!!
Έτσι εξεστόμισα τη κάψα μου σε νια φιλενάδα μου καλή κι ευτήνη με πήρε αμπονάτη να μου κάμει το ξερέξι της σκορδαλιάς.

Στην αρχή λιγοχέρισα και τσ’ είπα πως ρεβαρδάρω μη την αποστάσω και να μη κάμει την αλιάδα, αλλά ευτήνη είχε σκωμένο το έρτσι, εκοντρεστάρισε βεραμέντε κι εγώ το στρέηκα.
Ήξερα τι θα τραβήξει από τα σέστα τση μάνας μου κι εσκεφτόμουνα τη καυκιά, το κοπάνι, το ξαρμύρισμα, το ζούφτη, το λιώσιμο και του κουρκούτι για το τηγάνισμα.
Εθυμήθηκα και τσι πατάτες του πατέρα μου από το κήπο του, που τα’ είχε ιερό στη πέρα κάμαρα κσεπασμένες με χαρτόνια για να μη πρασινίζουνε και βγάνουνε φύτρο, εθυμήθηκα το καθάρσιμσα τση πατάτας με… ιεροτελεστία, τη παδέλα τη πήλινη πό βραζε ο μπακαλάος και τη γανωμένη πινιάτα πο βράζανε οι πατάτες, ως και τα κιντινάρια τα σκόρδα στην αράδα στα καρφιά στο τοίχο και το ξελουπούνισμα και το κοπάνισμα στο μουρτάρι.

Ήρτε και η ώρα, ο μουσαφίρης να πάει την επίσκεψη και … τρέχουνε τα σάλια μου και με δρύμωσε η πρεμούρα να γλσάξω, γιατί είμαι και γουλόζος.
Ώρα 12 το μεσημέρι και μπουκάρισα να πάρω το κατιτί μου, ρεγάλο στο ξένο σπίτι εννοείται και φάτε μπάρδε η φιλενάδα μου, έπινε φρεντουτσίνο με νια άλλη φιλενάδα μας!!

– «Κι εγώ σ’ είχα όγνοια με το κοπάνι» τσ’ είπα, «αλλά έχουμε τράτο, θα σ’ αητάρω κι εγώ».
– «Άσε κι όγνοια σου», μου λέει, «ούλα τα ‘χω ασένια, και υπούντο στο πήδημα θα γένει η παραγγολή σου. Έχω τσι πατάτες καθαειρμένες αποβραδίς και το μπακαλάο φιλέτονε στο νερό, ένα μπούγιο θέλει. Θα ντηνε πιαντάρω γλήγορα με το μίξερ και το μούλτι. Τί θιαμένεσαι, πως θέλει τσι χρόνους;»

Τότενες ακουρμάστηκα τη φιλενάδα μας την άλλη τι τα’ είπε στ’ αφτί κι έμεινα γκάρδης!
– «Παταλή, ακόμα κάθεσαι και βράζεις και κοπανίζεις πατάτες; Έχει στο σούπερ μάρκετ, κνορ πουρέ πατάτας έτοιμο! Γιατί μαστιγώνεσαι;»

Εφύαμε για το σπίτι.
Οι πατάτες καθαρισμένες και βρασμένες αποβραδίς, γιομάτες χαρακιές κολυμπάανε στο νερό… σαρκωμένο και φρακαρισμένο στο σωθικό τους.
Ο λεγόμενος μπακαλάος από τώρα μπριτού βράσει είχε διαλύσει φλέντζες, και το μποτσόνι το ξινό έτοιμα για πασπάλισμα.
Την εκουρτάλισε η φιλενάδα με το μίξερ, τσ’ έδωκε και νια με το μπλέντερ, έριξε και πασπαλιστό ξινό και δυό βουλώματα λάδι, λίγες λιπιρίδες εννοείται κι έτοιμο το πανηγύρι τση σκορδαλιάς!!

Δε λέω… σκορδαλιά έμοιαζε. Αλλά δεν ήτανε.. ΑΛΙΑΔΑ!!

Ο Ανωησάνος
Από την εφημερίδα «Τα Νέα της Ιθάκης», φύλλο 111

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.