ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ ΒΕΡΑΣ ΖΑΒΙΤΣΙΑΝΟΥ
Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι της στις 11 Σεπτεμβρίου 2008. Η σπουδαία ηθοποιός, που σημάδεψε το θέατρό μας επί 54 χρόνια, μια καθ’ όλα αληθινή, φύσει ευγενική και λεπταίσθητη, «κυρία» του θεάτρου η Βέρα Ζαβιτσιάνου.
Γεννημένη το 1927, στο Παλαιό Φάληρο, καταγόμενη από την Ιθάκη, ξεκίνησε την καριέρα της από το τραγούδι, μαζί με την αδελφή της, την δημοφιλή Μαίρη Λω. Αποφοίτησε από τη σχολή του «Θεάτρου Τέχνης»
Από τη Μάγια Λυμπεροπούλου
Τη θυμάμαι σε όλους της τους ρόλους σαν να ‘ταν σήμερα. Τη βλέπω ακόμα με το βυσσινί βελούδο στη Δωδέκατη νύχτα, με το αχνοκίτρινο φόρεμα στο Καλοκαίρι και καταχνιά, με το μαύρο κομπινεζόν στην Μπέρτα. Και προπάντων την ακούω σαν να ‘ταν τώρα… Πώς έλεγε τη λέξη «σωρείτες» και μέσα σε τρεις συλλαβές παλλόταν όλος ο σπαραγμός της Αλμα, πώς έστελνε σε μιαν ανύπαρκτη αγάπη και μας στέλνει ακόμα Χαιρετίσματα από την Μπέρτα… Ανεξίτηλη στη μνήμη μου και σε πολλών άλλων.
Από τον Βασίλη Παπαβασιλείου
Από μιαν άποψη η Βέρα Ζαβιτσιάνου δεν σταδιοδρόμησε στο θέατρό μας. Υπήρξε. Δεν ήταν ασφαλώς η μόνη. Ηταν όμως σίγουρα μία από τις λαμπρότερες εκπροσώπους αυτής της ούτως ή άλλως εξαιρετικής (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) κατηγορίας ανθρώπων του σανιδιού.
Είναι οι άνθρωποι που ξεκινούν το ταξίδι της σκηνής σαν περιπέτεια ζωής μέσα, κυρίως, από ισχυρές, καθοριστικές συναντήσεις με άλλους ανθρώπους. Κατά τούτο κουβαλούν σε όλη τους τη ζωή αυτό το προπατορικό μειονέκτημα: δυσκολεύονται κατόπιν να συμβιβαστούν (αν συμβιβαστούν ποτέ) με την ιδέα ενός μέλλοντος επικεντρωμένου στην περιούσια ατομικότητά τους, αφενός, και στο σύμπαν (των χειροκροτημάτων, της δόξας και του χρήματος), αφετέρου, με μόνη γέφυρα, υποτίθεται, τη φενάκη των ρόλων. Ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς τους υπήρξε μια ανθρώπινη διαμεσολάβηση που τους σφράγισε διά παντός και ως εκ τούτου τούς είναι αφάνταστα δύσκολο να ανταλλάξουν αυτήν τη θεμελιώδη πείνα για ανθρώπινες συναντήσεις με την ανάγκη ή την υποχρέωση να «κάνουν δουλειές». Είναι σαν να είχαν ζήσει την εμπειρία του Παραδείσου και να καλούνται μετά να βιώσουν την ιδέα (και πολλές φορές, την πραγματικότητα) της Πτώσης.
Κάποιοι δεν το αντέχουν και επιλέγουν τη διακριτική απόσυρση. Κάποιοι άλλοι, ενεργητικότεροι, γίνονται αδιάφοροι απέναντι σ’ αυτό που οι πολλοί ονομάζουν «καριέρα» ή «επιτυχία». Με όπλο αυτή τη δημιουργική αδιαφορία, σε συνδυασμό με το απόθεμα καυσίμων που σχημάτισαν στα πρώτα κιόλας βήματά τους, πορεύονται σχεδόν ανώνυμοι, Οδυσσείς με τη μάσκα του Κανενός, θυμίζοντας υποβρύχια που κάποτε μας κάνουν τη χάρη να αναδύονται στην επιφάνεια ακτινοβολώντας μέρος της ενέργειας που είχαν συσσωρεύσει από την αφανή ζωή τους στον βυθό. Επειτα μας αφήνουν μόνους με τα εγνωσμένα θωρηκτά επιφανείας και καταδύονται εκ νέου για να συνεχίσουν το δύσκολο ταξίδι της κάθε μέρας μακριά από τα φώτα και τα μάτια του κόσμου.
Μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου, ένας τέτοιος πανίσχυρος πλην διαλείπων φάρος της υποκριτικής τέχνης, υπήρξε η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Γι’ αυτό θα τη θυμόμαστε πάντα, όχι απλώς με θαυμασμό, αλλά με ευγνωμοσύνη.
Από τον Νίκο Αρμάο
Η Βέρα Ζαβιτσιάνου υπήρξε μια ιδιαίτερη γυναίκα, θεατρίνα και φίλη. Αν και είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί της αρκετές φορές (Κυρία, στους Γάμους του Β. Ζιώγα, Αφηγητής στο Γαλατόδασος του Ντίλαν Τόμας κ.ά.), αδυνατώ ακόμα και σήμερα να πω ξεκάθαρα ποια ήταν η πραγματική γυναίκα και ποια η ηθοποιός, που οι μεγάλοι ρόλοι που υποδύθηκε τη σημάδεψαν και την προσδιόρισαν σε τέτοιο σημείο, που καθόρισαν συμπεριφορές, κίνηση, χροιά φωνής, συγκίνηση, πάθος για τη ζωή, που μετουσιώνονταν πάνω στο θεατρικό σανίδι σε μαγεία, ακόμα και όταν καλούνταν να ερμηνεύσει θεατρικά τραγούδια.
Ηταν μια προσωπικότητα που σε μαγνήτιζε και σε κατακτούσε. Παρά τους εν γένει χαμηλούς της τόνους, οι εξάρσεις της ήταν μοναδικές, οι σιωπές της σοφές, η ματιά της διεισδυτική, το χιούμορ της πάντα καίριο και συχνά θανατηφόρο.
Την ενδιέφεραν οι υπόγειες διαδρομές στην προσέγγιση του ρόλου. Διασκέδαζε πολύ με τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις αναπαρήγαγε με ακρίβεια, ενώ, ταυτοχρόνως, τις σχολίαζε καυστικά.
Εψαχνε να βρει την ουσία των πραγμάτων και είχε έναν μοναδικό τρόπο να μεγεθύνει δυσδιάκριτες λεπτομέρειες της ανθρώπινης συμπεριφοράς πετυχαίνοντας έτσι μεγάλες ερμηνείες.
Εντυπωσιακός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο δίδασκε και προσέγγιζε τη νέα γενιά των ηθοποιών. Νέα κορίτσια και αγόρια ρουφούσαν στην κυριολεξία κάθε της λέξη, κίνηση, νεύμα, σιωπή που απαιτούσε η θεατρική διδασκαλία και συναθροίζονταν γύρω της με το δέος που νιώθει ο νέος αν έχει την τύχει στη ζωή του να συναντήσει τον πραγματικό δάσκαλο.
Από τον Λευτέρη Βογιατζή
Η Βέρα Ζαβιτσιάνου είναι ένα ιδιαίτερο πρόσωπο στη ζωή μου. Ηταν δασκάλα μου στη Σχολή Μιχαηλίδη για έναν χρόνο. Προσπαθούσε να με αποτρέψει από το θέατρο. Μάλιστα, συνομιλούσε -κρυφά από μένα- με τη μητέρα μου, λέγοντας πως μου λείπει ο τρόπος να επιβιώσω στο θέατρο, πως λόγω χαρακτήρα θα απογοητευόμουν. Τώρα που σκέφτομαι τον τότε εαυτό μου, της δίνω δίκιο.
Την παρακολουθούσα πάντα και κάθε φορά μιλούσαμε στο καμαρίνι της. Θυμάμαι πώς λαμποκοπούσε ο τόπος γύρω της στην Ιρμα απ’ την Τρελή του Σαγιώ. Θυμάμαι έντονα -έως και το κείμενο- την προτροπή της Σάσας προς τους άλλους να χορέψουν και να διασκεδάσουν στον Ιβάνωφ. Είχε από τη φύση της μια σπάνια συνέπεια και ροή στους ρόλους. Η ισορροπία αυτής της ροής σε υπνώτιζε. Αυτό το χάρισμα ζητούσε από τον σκηνοθέτη μιαν «ασφάλεια» για να ανθήσει.
Πάντα ήθελα να συνεργαστώ μαζί της. Ονειρό μου να παίξω τον Τομ, με εκείνη Αμάντα στον Γυάλινο Κόσμο. Μια διαρκής ελπίδα ενός τεμπέλη νου που δεν εκφράστηκε. Τώρα, μου είναι βάρος που δεν της το ‘πα ποτέ.