ΤΑ ΚΑΚΑ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΚΙΟΝΙ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ

Τα κακά συναπαντήματα στο Κιόνι δίνανε και παίρνανε κι ήτανε του συρμού, που λέανε για πολλά, αλλιώς άχαρα, χρόνια. Αν δεν άρπαζες την ευκαιρία να ευθυμήσεις μ’ ένα μπουκάλι κρασί, Κύριος οίδε που και πότε θα την εύρισκες. Το μικρό αυτό θαύμα ήταν απλά ένα θαύμα συνεύρεσης που το καθόριζαν η φόρτιση και η δυναμική της στιγμής, η εγγύτητα και η θερμότητα της φιλίας και ο εμπνέων, γαργαλιστικός μεζές! Όλα τ’ άλλα αφήνονταν να κυλίσουν με το βαρελίσιο κρασάκι, αυτό το πανάρχαιο αγνό λυσίπονο, στο ρυάκι της στιγμιαίας ευτυχίας!

Δυο μόνο τέτοια επεισόδια από τα άπειρα έχουν καταγραφεί στα κιτάπια της μνήμης, έντεσαν στα χέρια της σκούπας μου και καταθέτονται στο ταπεινό ηρώο της καθημερινότητας, το ποτισμένο με πολύ άκρατο, τον άκρατο της ακτάτητης διάθεσης για τη ζωή των ανθρώπων της, και, βέβαια, των περί ων ο λόγος Κιονιωτών.

Πρώτο επεισόδιο: Ο μπακαλιάρος

Μόλις χωρίσανε από το καπνισμένο ταβερνείο τση Ξανθής ο Παναγής ο Ζαχαριάς και ο Ηλίας ο Γαλάτης, κάτοικοι της Λόντζας και του Αργαλειού αντίστοιχα. Ο ένας κρατούσε ένα τρίκιλο μπουκάλι κρασί κι ο άλλος έναν αλατισμένο μπακαλιάρο κρεμασμένο στο βούρλο. (Ο μπακαλιάρος ήταν το φτηνό, θερμοδοφόρο φαγητό της εποχής)

-Μωρέ παχύς – παχύς ο μπακαλιάρος σου Ηλία… να τραβήξω νια φέρσα; είπε ο Παναής.

-Φετινό το κρασί σου Παναή; Να δοκιμάσω νια γουλιά; είπε ο Ηλίας.

Φέρσα – φέρσα και γουλιά – γουλιά κάτσανε τσίμπα – πίνε στα σκαλοπάτια και μιλάγανε πια με το φεγγάρι!

Κάποια στιγμή ξύπνησε η αβροφροσύνη και πρωτομιλάει ο Ηλίας: -Να σε πάω σπίτι σου Παναή; -Και σένα ποιος θα σε πάει Ηλία; Και μ’ αυτές τις αλτρουιστικές σκέψεις έγειραν ο ένας στον άλλο και τους βρήκαν την άλλη μέρα το χάραμα, ροδοκόκκινους και νυσταλέους, να κρατάνε την άδεια μπουκάλα ο ένας και το βούρλο ο άλλος, έτσι για να υπάρχουν τα πειστήρια της αθωότητας!

Δεύτερο επεισόδιο: Το τσερεπάτο

Στη λαγκαδιά τση Μάρκαινας, εκείνο το φθινοπωρινό μεταμεσήμερο, συναντήθηκαν καθόλου τυχαία δυο γαϊδούρια και δυο άνθρωποι ή κατ’ άλλους δυο άνθρωποι και δυο γαϊδούρια! Οι αξιότιμοι γαϊδουροκαβαλαραίοι τους, γνέψανε από μακριά με τα ψιλομπαστούνια τους, γιατί τότε γνωριζόντουσαν γρηγορότερα οι γάιδαροι από τους ανθρώπους, όπως σήμερα τους αναγνωρίζεις από τα αυτοκίνητα αν δεν σε μπερδεύουν με τα δικά τους οι Αλβανοί.

Τα αμάζευτα κούμαρα στην όχτη του δρόμου ήταν προκλήσεις, λες, των κόκκινων χειλιών μιας φύσης ντυμένης απ’ τη μέση και κάτω στο πανήμερο του ατλαζιού της θάλασσας, κι απ’ τη μέση και πάνω στο χιλιότονου του πράσινου! Ήταν μια μαγική κι εμπνεύστρα ώρα, αν και οι καβαλαραίοι, που του ενός τα τσικλητήρια σερνότανε στο δρόμο και του άλλου μόλις που πέρνααν το σαμάρι, περί άλλα ανθρωπινότερα τύρβαζαν. Ο ένας ονειρευόταν στιγμές άφατων περιπτύξεων με τη σεμνότυφη αρραβωνιαστικιά του κι ο άλλος στιγμές άνοστου λαπά ή χυλού με τη συμβία του.

Ο Πάντσος με κατεύθυνση το Κιόνι ήταν ο Σπυραντάς, κι ο δον Κιχώτης με κατεύθυνση το Μεσοβουνό ήταν ο Ζήσιμος. Ο Σπυραντάς γύριζε από ξεθεωτικό διήμερο αλέτρι στο Σταυρό και ο Ζήσιμος από βαλάρισμα στο Κιόνι. Ο Σπυραντάς κουβάλαε μια μπουκάλα κρασί περσυνό, δώρο του γιατρού του Κουβαρά, κι ο Ζήσιμος μια κατσαρόλα με τσερεπάτο για να γλυκάνει τη πεθερά του και να τονώσει το Ζήσιμο. Ειπώθηκε πως η κακιά σκέψη να σταματήσουνε ήταν των γαϊδάρων κι όσοι τόπανε δεν είχαν άδικο. Έτσι κι αλλιώς αν το σκέφτηκαν οι γάιδαροι οι άνθρωποι ήταν που το εκτέλεσαν. Το σχέδιο ήταν απλό και προέκυψε από έναν εξίσου απλό διάλογο.

-Πετάει, βωρέ, η κότα ρωτάει, πονηρότροπα αναγλυφόμενος, ο Σπυραντάς.

-Πετάει, λέει ο Ζήσιμος και μόλις ξεσκεπάζει το ταψί απ’ το καλάθι λιποθυμήσανε απ’ τη μοσχοβολιά οι ευαισθησίες κι ατσάλωσαν οι ορέξεις του Σπυραντά.

-Τρυπάει βωρέ το μπουκάλι; ρωτάει ο Ζήσιμος ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του…

-Τρυπάει, λέει ο Σπυραντάς και μόλις ξεκούπωσε τη μπουκάλα ξανασκεπάστηκε η ευωδιά της φύσης.

Δέσανε τσι γαϊδάρους σε απόσταση γιατί ο βαρβάτος του Σπυραντά ήταν με τ’ όνομα και ήδη τρόχιζε και τέντωνε τη… χάρη του, ενώ εκείνη του Ζήσιμου έδειχνε περίεργα σημάδια γαϊδουρινής αυτοσυγκράτησης.

Οι δυο τους με την ευτυχία στα χέρια κάθισαν στα φύλλα της όχθης και αταβιστικά άνοιξαν τους ασκούς της.

-Που ήσουνα βωρέ, στο Σταυρό; -Αλέτρι με το μασκαρούδικο, τη Μόσκα του Κουρμπάνη στα δικά του και τα μαγκούφια του Κουβαρά. -Δουλευότανε το χώμα, βωρέ; -Κοκκινόχωμα κι ακόμα βρεμένο… μπούρμπερη σου λέω!

Αυτές ήταν και οι τελευταίες ολόκληρες λέξεις που αντάλλαξαν. Όλες οι υπόλοιπες ως το τέλος της πανδαισίας παρά τον αιγιαλόν και υπό τας κουμαρίας, όπως θάλαγε ο Σπυραντάς, κατρακυλούσανε στο λαρύγγι τους με τους κοτομεζέδες, τις πατάτες και το κρασί!

-Πες, μα τον Άη – Γιάννη, πως δεν είχες τσερεπάτο και πες το δέκα φορές για να το χωνέψεις με το φαΐ, είπε ο Σπυραντάς.

-Πες, μα τη Παναγία, πως έσπασε η μπουκάλα και δεν έμεινε στάλα, είπε ο Ζήσιμος.

-Πες πως δεν ειδωθήκαμε, βωρέ, κι η λαγκαδιά δε μαρτυράει, όσο κι αν μιλάει η Μάρκαινα!

Κι όμως μίλησε ο μπάτης και το μυστικό τους σκορπίστηκε σα φύλλο σε Κιόνι και Μεσοβουνό και ξαναζωντάνεψε σε τούτο το φύλλο του χαρτιού!

Αφήγηση του Γιώργου Ζαβερδινού στο Δημήτρη Παίζη-Δανιά

Φωτογραφία κειμένου: Στο παλιό ενετικό σπίτι που βρίσκονται τα βαρέλια, χτίστηκε το 1930 καφενείο της Μαριάνθης. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.