ΤΑ «ΚΑΘΑΡΑ» (ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ) ΚΑΙ ΟΙ «ΚΑΘΑΡΟΙ»
Προς το τέλος του 1958 έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο του Α. Γαλιατσάτου στην εφημερίδα «Κεφαλληνία», όπου υποστηρίζεται οτι η Μονή της Παναγίας στα Καθαρά, ή της Παναγίας των Καθαρών (γενική πληθυντικού λογίας προελεύσεως), ή της Παναγίας της Καθαριώτσσας, πήρε τ’ όνομά της από τη γνωστή μεσαιωνική αίρεση των Καθαρών (γαλ. Cathares ή Albigeois, ιταλ. Catari, ισπ. Cataros, γερμ. Katharer, αγγ. Cathars) και όχι από τα “καθαρά” της ιθακησιακής παραδόσεως. Κατά τον κ. Γαλιατσάτο, Δαλματοί καλόγηροι της αιρέσεως αυτής, φεύγοντας το διωγμό της Εκκλησίας, πέρασαν στην Ιθάκη και ίδρυσαν την Μονή στο πλάτωμα του Βουνού της Ανωγής, όπου και σήμερα βρίσκεται. Ο κ. Γαλιατσάτος δεν αναφέρει όμως που στηρίζει τη θεωρία του αυτή, δηλαδή σε ποια γραφτά κείμενα ή σε ποια έστω παράδοση. Το οτι οι Καθαροί (πιο γνωστοί στα Βαλκάνια και την Ανατολή ως Παυλικιανοί και Βογόμιλοι) έχουν μάλλον σλαυοελληνική προέλευση (Μακεδονία και Βουλγαρία), για να μην πάμε και στην Ανατολή των Μελχισεδεκιτών, είναι αρκετά γνωστό και σ’ όσους έχουν ρίξει μια πρόχειρη μόνο ματιά στην ιστορία του Βυζαντίου. Από τα Βαλκάνια, μέσω Βοσνίας και Δαλματίας, η αίρεση πέρασε στη Δυτική Ευρώπη και για ένα διάστημα ρίζωσε γερά πρώτα στη Λομβαρδία (Μιλάνο) και έπειτα στη νότιο Γαλλία, περιοχή Ταρν (Albi, απ’ όπου και η άλλη ονομασία της Albigeois). Για να σαρώσει ένα τόσο μεγάλο μέρος της Ευρώπης και ν’ απασχολήσει την Καθολική Εκκλησία από το τέλος του 11ου ως το τέλος του 13ου αιώνα, ωσότου να ξεριζωθεί, όπως άλλωστε έγινε και στο χώρο της Ορθοδοξίας και μάλιστα από πιο νωρίς, δεν αποκλείεται να πέρασε η αίρεση και από τα νησιά μας. Το «δεν αποκλείεται» όμως δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Πάντως πρόκειται για τα Καθαρά των Καθαρών και όχι για τους Καθαρούς των Καθαρών. Υπάρχει διαφορά.
Κατά της περί Δαλματών αιρετικών καλογήρων θεωρίας στέκεται το ίδιο το τοπωνύμιο «στα Καθαρά» (ουδέτερο). Η γενικών «των καθαρών» είναι γενική του ουδέτερου «τα Καθαρά» και όχι του αρσενικού «οι Καθαροί». Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία της παρεξηγήσεως.
Η Μονή της Παναγίας στα Καθαρά, στην Ιθάκη. Από το βιβλίο του William Gell “The Geography and Antiquities of Ithaca, Λονδίνο 1807. Εικόνα του 1806. Το καμπαναριό, πρέπει να είχε χτιστεί επί βενετοκρατίας. Θυμίζει κάπως τα καμπαναριά (έργα κι αυτά της βενετοκρατίας) των Μεταξάτων και του Μπόργκου (προάστιου) του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου, πρωτεύουσας τότε, της Κεφαλονιάς.
Όταν πρωτοδιάβασα τη θεωρία του κ. Γαλιατσάτου, τη θεώρησα συζητήσιμη και έσπευσα να ερευνήσω το θέμα. Διάβασα όσα βιβλία βρήκα στη Βιβλιοθήκη του Monaco, όπου κατοικώ από χρόνια, προσπάθησα να διευρύνω τη συζήτηση, γράφοντας στον “Αθηναίο” της Καθημερινής το γράμμα που δημοσιεύω παρακάτω, και ζήτησα, τέλος, τα φώτα του Άγγλου καθηγητή Sir Steven Runciman, κορυφαίου βυζαντινολόγου του καιρού μας. Αλλά ούτε στις μελέτες μου βρήκα ιστορική σχέση της αιρέσεως των Καθαρών με τα νησιά μας, ούτε κανένας απ’ όσους διάβασαν την έκκλησή μου στην “Καθημερινή” (που δημοσιεύτηκε επίσης και στα “Νέα της Ιθάκης”) έδωσε συνέχεια στη συζήτηση (τι συνέχεια να δώσει, αφού μαρτυρίες προφανώς δεν υπάρχουν;), εκτός, βέβαια, από τον κ. Γαλιατσάτο, που, με αφορμή το γράμμα μου, επανήλθε στο θέμα από τις στήλες της ίδιας τοπικής εφημερίδας (Κεφαλληνία, 24.12.58), αραδιάζοντας ανεδαφικές περί τοπωνυμίων γενικά μακρηγορίες, χωρίς όμως να προσκομίζει κι αυτή τη φορά κανένα ιστορικά εδραιωμένο τεκμήριο,για να δώσει υπόσταση στη θεωρία του, η οποία παραμένει συνεπώς ξεκρέμαστη.
Για να λάβει ο αναγνώστης πλήρη εντύπωση του θέματος και του σημείου στο οποίο είχε φτάσει τότε η συζήτηση, παραθέτω εδώ ολόκληρο το γράμμα μου προς τον Αθηναίο της «Καθημερινής», όπως δημοσιεύτηκε εκεί στις 18 Νοεμβρίου 1958:
Αγαπητέ Αθηναίε,
Η στήλη σου, η οποία ασχολείται συχνά με την ετυμολογίαν και ακριβή σημασίαν πάσης φύσεως λέξεων, ιδία δε τοπωνυμίων, θα προσέφερε σημαντικήν υπηρεσίαν εις την ιστορίαν της νήσου Ιθάκης εαν προεκάλει συζήτησιν πέριξ της ονομασίας της Μονής Καθαρών (“Παναγίας στα Καθαρά” ή “Παναγίας της Καθαριώτισσας”), της ευρισκομένης επί κλιτύος του όρους Νηρίτου της ως άνω νήσου, εξ ης η θέα ανά το Ιόνιον Πέλαγος είναι θελκτικωτάτη.
Μέχρι προ τινος επιστεύετο οτι η ονομασία της Μονής και της περί αυτήν περιοχής προήρχετο εκ της λέξεως “κάθαρα” (ουδέτερον), δια της οποίας εις την πνέουσαν τα λοίσθια πλέον ιθακησιακήν διάλεκτον εδηλούτο τόπος “αποκαθαρισθείς” δια πυρκαϊάς από άγριους θάμνους ή σπαρτά. Κατά την ιθηκησιακήν παράδοσιν, η Μονή των Καθαρών εκτίσθη εις τοιούτον τόπον και εις θέσιν ένθα ευρέθη, “ως εκ θαύματος σωθείσα από την πυρκαίάν”, εικών της Παναγίας.
Και αυτά μεν λέγει η τοπική παράδοσις. Ιστορικαί μαρτυρίαι καθορίζουσι επακριβώς τα της ιδρύσεως της Μονής ελλείπουν δυστυχώς παντελώς.
Εις πρόσφατον όμως και δη άκρως ενδιαφέρον άρθρον του κ. Ανδρ. Γαλιατσάτου (φύλλον Σεπτ. της εφημερίδος “Κεφαλληνία”) διατυπούται δια πρώτην φοράν η θεωρία οτι η Μονή των Καθαρών οφείλει την ονομασίαν της εις μεσαιωνικήν χριστιανικήν αίρεσιν καλουμένων “των Καθαρών”. Κατά τον κ. Γαλιατσάτον, Δαλματοί τινες μοναχοί της εν λόγω αιρέσεως φεύγοντες τον απηνή διωγμόν της Καθολικής Εκκλησίας κατέφυγον εις την νήσον Ιθάκην, ένθα και ίδρυσαν Μονήν, η οποία εκ της αιρέσεως έλαβε και την ονομασίαν της.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: υπάρχουν ιστορικά δεδομένα ενισχυτικά της γνώμης του κ. Γαλιατσάτου, συσχετίζοντα δηλαδή την περιώνυμον «Μονήν των Καθαρών» με οπαδούς της αιρέσεως των «Καθαρών»;
Επί του προκειμένου δέον να ληφθή υπ’ όψιν και τούτο: υπό των εντοπίων η Μονή λέγεται συνήθως «Μονή της Παναγίας στα Καθαρά» (κατά το «Άη – Νικόλας στη Μούχλα» ή το «Παναγία στα Περναράκια» κλπ.), η δε τοποθεσία εις ην κείται αύτη καλείται απλώς «Καθαρά» (ουδέτερον). Η ονομασία «Μονή της Παναγίας των Καθαρών» (γενική πληθυντικού) έχει βεβαίως λογίαν την προέλευσιν. Ως εκ τούτου, λοιπόν, γεννάται και το εξής πρόβλημα: η Μονή έλαβε την ονομασίαν της από το τοπωνύμιον «Καθαρά», οπότε η ονομασία αύτη πρέπει να προϋπήρξε της ιδρύσεως της Μονής, ή μήπως το Μοναστήριον και εκ του Μοναστηρίου η περιοχή έλαβον την ονομασίαν των από τους εκεί εγκατασταθέντας και ιδρύσαντας αυτό μοναχούς της αιρέσεως, εις την οποίαν αναφέρεται το άρθρον του κ. Γαλιατσάτου;
Εαν αποδειχθή ιστορικώς σχέσις μεταξύ αιρέσεως και μοναστηρίου, τούτο θα έχη διττήν σημασίαν, ήτοι και δια την Μονήν, η οποία πρέπει τότε να είναι κατά πεντακόσια περίπου έτη παλαιοτέρα ή οτι γενικώς πιστεύεται και δια την μεσαιωνικήν χριστιανικήν αίρεσιν, της οποίας η Μονή της “Παναγίας στα Καθαρά” θα είναι ίσως το μόνον απτόν τεκμήριον, το συνδέον την αίρεσιν με την Ελλάδα.
Οι με τα μεσαιωνικά ημών πράγματα ασχολούμενοι έχουν τον λόγον.
Μόντε Κάρλο, 14.11.58″
Κανένας δεν απάντησε.
Όσο για τον καθηγητή Runciman, ούτε κι αυτός αγκάλιασε τη θεωρία του κ. Γαλιατσάτου. Σε δύο γράμματα που μου έστειλε, το δεύτερο μάλιστα κατόπιν σχετικής ερευνητικής εργασίας, στην οποία αυτοπροαίρετα υποβλήθηκε, με βεβαίωσε πως δεν είχε υπόψη του ιστορική μαρτυρία που ν’ αναφέρεται σε πέρασμα “Καθαρών” (“Cathars”) στα νησιά μας, πως η λέξη ‘Καθαρός” για τον Έλληνα δεν μπορεί να σημαίνει αιρετικός, πως η προέλευση της ονομασίας της Μονής από τα «κάθαρα», ίσως δεν είναι σωστή, είναι όμως λιγότερο αμφισβητήσιμη από οποιαδήποτε προσπάθεια συνδέσεώς της με την αίρεση των «Καθαρών», και καταλήγει ρωτώντας με γιατί να μην πάρουμε την ονομασία της Μονής στην κυριολεξίας της, «Μονή της Παναγίας of the Pure», των καθαρών, δηλαδή, στην ψυχή, των αγνών;
Με το δεύτερο γράμμα του (18.8.62), ο διαπρεπής και χαλκέντερος Runciman (1) με πληροφορεί οτι υπάρχει μνεία μιας «Μονής των Καθαρών» στη Χρονογραφία του Θεοφάνη (2). Τη μονή αυτή την είχε ιδρύσει ο Κουλικουλάριος Ναρσής επί Ιουστίνου Β’, πολύ πριν διαμορφωθεί η αίρεση των Καθαρών. Μοναστήρι με την ίδια ονομασία υπήρξε και στον Όλυμπο της Βιθυνίας (3) και επαναλαμβάνει πως στην περίπτωση της δικής μας Μονής, οι Καθαροί δεν μπορεί να είναι αιρετικοί, αλλά καθαροί στην ψυχή, αγνοί. «Κατά συνέπεια», επιλέγει στο γράμμα του, “τείνω τώρα να πιστεύω οτι στο ιθακησιακό μοναστήρι γίνεται απλώς χρήση μιας παραδοσιακής και καθιερωμένης (“established”) ονομασίας.
Η προέλευση, λοιπόν, της ονομασίας της Μονής από τη λέξη «κάθαρα», δεν ικανοποιεί τον καθ. Runciman, αν και προτιμάει κατά κανόνα τη λαϊκή παράδοση από τις θεωρίες των λογίων. Αλλά τι σημαίνει η λέξη “κάθαρα”; Κατά τον Αθ. Λεκατσά (4) «κάθαρα» είναι τα ξύλα, τα κλαριά θάμνων που έκοψαν και έκαψαν οι βοσκοί και μέσα στα οποία βρέθηκε η εικόνα που είχαν λησμονήσει να πάρουν μαζί τους από την Ήπειρο, απ’ όπου πέρασαν και εγκαταστάθηκαν στο Θιάκι (5). Θιακιά κυρία, την οποία παρακάλεσα να ρωτήσει τις Θιακές φίλες της, αλλά την καθεμιά χωριστά, για ν’ αποφευχθεί η επίδραση της μιας πάνω στην άλλη, και να μου γράψει γιατί η Παναγία στα Καθαρά ή η Παναγία των Καθαρών λέγεται όπως λέγεται, μου απάντησε: “Ρώτησα όλες τις Θιακές που είδα και όλες όσες κάτι ήξεραν, μου είπαν το ίδιο: το όνομα βγήκε από τον τόπο που βρέθηκε η εικόνα που ήταν χωμένη μέσα στα κάθαρα, που θα πει ξερά κλαδιά και φύλλα”. Κατ’ άλλη εκδοχή κάθαρα είναι το ρογκισμένο χωράφι ή τόπος καμένος από βοσκούς, για να βγει στη θέση των άγριων θάμνων χορτάρι κατάλληλο για τη βοσκή των ζώων τους. Κατά τους τελευταίους οι βοσκοί που είδαν το παράξενο φως μέσα στους θάμνους, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν τι το προκαλούσε, χρειάστηκε να βάλουν φωτιά στους θάμνους, να ρογκίσουν (κάψουν) δηλαδή τον τόπο, για να βρουν τελικά την εικόνα της Παναγίας, μαυρισμένη κι αυτή από τις φλόγες που παραλίγο να την κάμουν στάχτη.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το Φεβρουάριο του 1974, σε γράμμα του προς τα «Νέα της Ιθάκης» του αείμνηστου και αδικοχαμένου Νώντα Βλασσόπουλου, ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα ο μακαρίτης πια κι αυτός φίλος μου Γεράσιμος Κολαΐτης, καπετάνιος. Του Κολαΐτη φτερούγιζε πάντα η φαντασία. Από την αγάπη του για το Θιάκι έπλαθε μύθους και έπειθε τον εαυτό του πως οι μύθοι του αποτελούσαν ιστορία. Τη θεωρία Γαλιατσάτου τη βρήκε φαίνεται του γούστου του, ερωτοτρόπησε μαζί της και άφησε σε άρθρο του να νομιστεί πως είχα γίνει κι εγώ οπαδός αυτής της θεωρίας. Αναγκάστηκα έτσι να ξαναγυρίσω στο θέμα και ν’ απαντήσω στο Γεράσιμο, μέσω της ίδιας εφημερίδας, τον Απρίλιο του 1974:
Η είσοδος της εκκλησίας της Παναγίας στην Ανωγή. Ο βυζαντινός δικέφαλος αϊτός διακρίνεται στο υπέρυθρο. Η εκκλησία, από ντόπια νηρίτια πέτρα, είναι έργο του 17ου αιώνα. Ωραιότατες τοιχογραφίες (η δόξα τώρα της Ανωγής) καλύπτουν ολόκληρο το εσωτερικό της. Παλιότερα, οι τοιχογραφίες, που είχαν μαυρίσει από την υγρασία, το λιβάνι και τα χνώτα των εκκλησιαζομένων, είχαν ασβεστωθεί επανειλημμένα και μόλις διακρίνονταν οι σκιές τους, Καθαρίστηκαν πρόσφατα από ειδικούς φερμένους από το εξωτερικό, με έξοδα της οικογένειας του φίλου μου Πάνου Γ. Γράτσου. Κατά τον επίσης φίλο μου, τέως συμβολαιογράφο Ιθάκης, Γιάννη Χ. Παΐζη, που υπηρέτησε στα νιάτα του ως δημόσιος υπάλληλος στην Ευρυτανία και που σαν Ανωγησάνος και φιλομαθής έχει μελετήσει καλά την ιστορία του χωριού του, τις τοιχογραφίες “έγραψε” ο Αντώνιος ο εξ Αγράφων. Ο Αντώνιος αυτός είχε μαθητεύσει σε σχολή αγιογράφων, που είχε ιδρυθεί μετά την Άλωση στα Βραγγενά των Αγράφων.
«Ο κ. Κολαΐτης», γράφω εκεί, “δημιουργεί κατά κάποιο τρόπο την εντύπωση πως η θεωρία του κ. Γαλιατσάτου είχε βρει ένθερμο υποστηρικτή και σ’ εμένα. Αλλά στο σημείωμά μου εκείνο, που μνημόνευε ο κ. Κολαΐτης, ξεκαθαρίζω, νομίζω, εντελώς τη θέση μου, και υπογραμμίζοντας πως η ιστορία δε γράφεται με εικασίες. Στο ίδιο πρόσφατο άρθρο του, ο κ. Κολαΐτης, ενθουσιώδης πάντα καβαλάρης στον κέλητα της φαντασίας, ευθυγραμμίζεται με τον κ. Γαλιατσάτο (λέει Κονιδάρη, αλλά αν δεν απατώμαι υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο) και εγκαθιστά κι αυτός τους Καθαρούς στο Θιάκι, όπου όμως με τον καιρό η μεν αίρεσή τους, μας πληροφορεί, εξέπνευσε, η ονομασία όμως του κοινοβίου τους, “Μονή των Καθαρών” (γενική πληθυντικού του αρσενικού Καθαρός), από την οποία προήλθε αργότερα το τοπωνύμιο “Καθαρά” (ουδέτερο) έμεινε και ζει ακόμα και βασιλεύει στα ανεμόδαρτα ύψη του κάθε άλλο παρά εινοσίφυλλου σήμερα Νηρίτου. Ο φίλος Γεράσιμος συχνά προξενεί την εντύπωση πως ταυτίζει το ιστορικό γεγονός με τους καλπασμούς της αχαλίνωτης φαντασίας του. Τρομερή σύγχυση για όποιον θέλει να γράψει ιστορία. Ας μου επιτρέψει να διατυπώσω τη σκέψη αυτή ο καλός μου φίλος, γιατί είμαι σίγουρος πως η προσγείωση αυξάνει πάντα το ειδικό βάρος των ιστορικών αναδιφήσεων…
“Παρ’ όλα’ αυτά, το πρόβλημά μας δεν εννοεί να μας αφήσει. Ιστορική μαρτυρία για την εγκατάσταση των Καθαρών στην Ιθάκη ή έστω και για πρόσκαιρο πέρασμά τους απ’ εκεί δεν υπάρχει και πολύ αμφιβάλλω αν θα βρεθεί τέτοια μαρτυρία, όσο κι αν συνεχίσουμε το ψάξιμο. Ούτε που φαίνεται να σημειώθηκε παρόμοιος εποικισμός σε άλλο νησί του Ιονίου. Οι Μαρδαΐτες (αρχαίο όνομα Λιβανέζων Μαρωνιτών), που μετέφεραν μαζικά οι Βυζαντινοί από τη Συρία στην Παμφυλία πρώτα και απ’ εκεί, αργότερα, στην Πελοπόννησο και την Κεφαλονιά, δε φαίνεται να μας βοηθούν στη λύση του προβλήματός μας. Άλλωστε το μοναστήρι στα Καθαρά δε διακρίνεται και τόσο για την παλαιότητά του.
Το πέτρινο καμπαναριό της Παναγίας στην Ανωγή, έργο της βενετοκρατίας (17ος αιώνας). Θυμίζει κάπως τα καμπαναριά (έργα κι αυτά της βενετοκρατίας) των Μεταξάτων της Κεφαλονιάς και του Μπόργκου (προαστίου) του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου, πρωτεύουσας τότε της βενετοκρατούμενης Κεφαλονιάς.
“Ο Βασίλιεφ, στην Ιστορία του της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συνδέει την αίρεση των Καθαρών με τους Παυλικανούς. Στη σελίδα 473 της ελληνικής μεταφράσεως (έκδοση Μπεργαδή, 1954) λέει:
“Οι Παυλικανοί μεταφέρθηκαν επίσης – σε μεγάλη έκταση – από τα ανατολικά σύνορα στη Θράκη τον όγδοον αιώνα από τον Κωνστατίνο Ε’ Κοπρώνυμο, καθώς και το δέκατο αιώνα από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Κέντρο των Παυλικανών έγινε – στα Βαλκάνια – η Φιλιππούπολη… Το δέκατο αιώνα το δόγμα των Παυλικανών μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία από το Βογόμιλο, του οποίου το όνομα δόθηκε από τους Βυζαντινούς συγγραφείς στους οπαδούς του, που ονομάζονται Βογόμιλοι. Από τη Βουλγαρία το δόγμα των Βογόμιλων διαδόθηκε στη Σερβία και τη Βοσνία και εκείθε στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι οπαδοί του πήραν διάφορα ονόματα: Καθαροί στη Γερμανία και την Ιταλία και Αλβιγηνοί, Αλβιγαίοι ή Αλβίγγειοι στη Γαλλία”.
“Πιο κοντά ακόμη στην Ιθάκη απ’ ό,τι είναι η Βοσνία συναντάμε Παυλικιανούς στη Μακεδονία. Στον πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου του Ιστορία των Σταυροφοριών, στην περιγραφή της πορείας του Βοεμούνδου (πρώτη Σταυροφορία) μέσω Αλβανίας και Μακεδονίας προς την Πόλη, ο Ράνσιμαν αναφέρει πως οι Σταυροφόροι χτύπησαν και κατέστρεψαν χωριό Παυλικιανών αιρετικών, κάπου ανατολικά από την Καστοριά και δυτικά από τον ποταμό Βαρδάρη (Αξιό)…
“Άλλοι πάλι συνδέουν τους Καθαρούς με τους Νοβατιανούς του τρίτου αιώνα και άλλοι ακόμα με τους Μανιχαίους, ο δε κ. Κώστας Μπίρης, στη μελέτη του Ρωμ και Γύφτοι, γράφει πως οι Αθίγγανοι ήταν Έλληνες αιρετικοί Μελχισεδεκίτες (όγδοος αιώνας), “γνωστοί επίσης με το όνομα Καθάρειοι ή Καθαροί”. Κέντρο τους στην αρχή είχαν το Αμόριο της Άνω Φρυγίας, αργότερα όμως η αίρεση αυτή, που ξεκινάει από τα χρόνια των Αποστόλων, απλώθηκε και απέκτησε οπαδούς σ’ όλο το Βυζάντιο. Στις πεποιθήσεις τους περιλαμβάνονταν και πολλές προλήψεις, να μη θέλουν έξαφνα να τους εγγίσει κανένας ή να πιάσουν κάτι από χέρι άλλου. Απ’ αυτή τη πρόληψη πήραν και το όνομά τους: Α-θίγγανοι, α στερητικό και θιγγάνω, θίγω, εγγίζω. Στην περίεργη τάξη των Αθιγγάνων ανήκαν και ανώτεροι τιτλούχοι του κράτους, ακόμα και Αυτοκράτορες…
“Τέλος και ο κ. Σπ. Μουσούρης (Φ. Γιοφύλλης), στο βιβλίο του για τα τοπωνύμια και επώνυμα της Ιθάκης, αναφερόμενος στη θεωρία Γαλιατσάτου, καταλήγει ως εξής: “Δεν υπάρχει άλλωστε καμιά ιστορική μαρτυρία περί οπαδών της αιρέσεως των Καθαρών εις την Ιθάκην, ούτε σχετική λαϊκή παράδοσις”.
“Βέβαια, η λαϊκοπαπαδίστικη εκδοχή Καθαρά – κάθαρα (και όχι καθαρίδια, που είχε γράψει ο κ. Γαλιατσάτος, προσπαθώντας να με διορθώσει – τα “καθαρίδια” είναι άλλο πράγμα), εμένα τουλάχιστο κάθε άλλο παρά με πείθει. Προτιμώ την επίσης αναπόδεικτη άποψη κατά την οποία η Μονή πήρε την ονομασία της από το τοπωνύμιο, χωρίς ωστόσο να έχω την παραμικρότερη ιδέα πως και γιατί η ονομασία αυτή δόθηκε στην τοποθεσία. Βρίσκω επίσης λογική και άκρως ενδιαφέρουσα τη γνώμη, που με τόση μετριοφροσύνη προβάλλει στο δεύτερο γράμμα του ο Ράνσιμαν, πως οι “Καθαροί” στην ονομασία του μοναστηριού της Ιθάκης δεν είναι οι Καθαροί της αιρέσεως, αλλά οι καθαροί, οι αγνοί στην ψυχή χριστιανοί, οι αφοσιωμένοι στη λατρεία της Παναγίας – στην προκείμενη περίπτωση της Καθαριώτισσας”.
Αναφέραμε παραπάνω τους Αθίγγανους της Μικρασίας και θυμηθήκαμε πως υπήρξε στην Κέρκυρα τιμάριο των Αθιγγάνων. Ερευνήσαμε κατά το δυνατό το θέμα, αλλά δε βρήκαμε σχέση μεταξύ των δυο. Οι δεύτεροι φαίνεται πως ήταν Ατσίγγανοι με προέλευση τις Ινδίες. Πέρασαν στην Κέρκυρα επί Καρόλου του Ανδηγαυού από την Ήπειρο και εγκαταστάθηκαν σε τιμάριο (φέουδο) δυτικού τύπου, που τελικά περιήλθε στην οικογένεια Προσαλένδη ή Προσαλέντη. Κατά τον ειδικό στα κερκυραϊκά θέματα κ. Γεράσιμο Χυτήρη, το τιμάριο αυτό αρχικά λεγόταν ” di Gianello degli Abitabuli de Zingani” (Abitabuli σημαίνει ίσως habitaculi, από τα σπιτάκια – παράγκες όπου διέμεναν) (6).
Έχουν περάσει πια άλλα δέκα – έντεκα χρόνια από τότε. Ξαναβλέποντας τη συζήτηση από τη νέα αυτή οπτική γωνία, πιο απόμακρα τώρα, υποχρεωνόμαστε να ομολογήσουμε πως, όσο παρατραβηγμένη κι αν φαίνεται η σχετική με τα λεγόμενα “κάθαρα” παράδοση, όρος που λέτε φτιάχτηκε μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει και ερμηνεύσει το τοπωνύμιο, η θεωρία πως η Μονή υπήρξε αρχικά κέντρο αιρετικών παραμένει αναπόδειχτη.
Η παράδοση μιλάει για βοσκούς Ηπειρώτες, που πέρασαν από τη στεριά στο Θιάκι και χτίσαν στο ξέφωτο εκείνο του Νήριτου ένα εκκλησάκι. Το εκκλησάκι αυτό ανακαινίστηκε (7), σύμφωνα με το βιβλίο της Μονής, το 1696 και λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε σε κοινόβιο. Υπογραμμίζουμε πάντως εδώ πως στο από 15 Σεπτεμβρίου 1706 Διάταγμα (8) του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης, Τιμόθεου Τυπάλδου, η εκκλησία λέγεται “της Παναγίας εις τα Καθαρά”, ακριβώς όπως εξακολουθεί να λέγεται από το λαό της Ιθάκης ως σήμερα, “Παναγία στα Καθαρά” και όχι “των Καθαρών” ή “τουν Καθαρώνε” στην ιθακησιακή διάλεκτο, κάτι που μας απομακρύνει ακόμα περισσότερο από το περί αιρετικών θεωρία.
Ο Ιρλανδός τυχοδιώκτης E.J. Trelawny, φίλος του Μπάυρον και του Σέλλεϋ, περιγράφει κάπου (9) γνωστό επεισόδιο μεταξύ Μπάυρον από το ένα μέρος και ηγούμενου και καλογέρων της Μονής από το άλλο. Ο Harold Nicholson, όμως, που μελέτησε σε βάθος τσ σχετικά με τον Μπάυρον, στο βιβλίο του Byron, The last Journey (Μπάυρον, το τελευταίο ταξίδι), τονίζει οτι το επεισόδιο αυτό έλαβε χώρα σε άλλη Μονή, στα Αγρίλια της Κεφαλονιάς (επαρχίας Σάμης) και όχι στα Καθαρά της Ιθάκης. Ο Trelawny, κατά το Nicholson, εκτός του οτι ήταν γεννημένος ψεύτης, έγραψε τ’ απομνημονεύματά του σε πολύ προχωρημένη ηλικία και δεν αποκλείεται να μπέρδεψε τις Μονές, δεδομένου οτι ο Μπάυρον επισκέφτηκε και τις δύο σε βραχύ χρονικό διάστημα τη μία από την άλλη. Στα Αγρίλια ο Μπάυρον πέρασε μια βραδιά αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κεφαλονιά από την επίσκεψή του στην Ιθάκη.
Υ.Γ., Νοέμβριος 1989.
Η ιστορία με τα “καθαρά” και την εικόνα της Παναγίας έχει και συνέχεια. Προς το τέλος του περασμένου αιώνα, αρχές του εικοστού, μια γυναίκα ονομαζόμενη Μαγδαληνή Βεντούρα διέδωσε πως βρήκε, κατόπιν ονείρου, μιας εικόνα της Παναγίας μέσα στα “κάθαρα” χωραφιού στην άκρη του δρόμου της Λότζας, από πάνω από το σημερινό νεκροταφείο του Κιονιού. Ντύθηκε καλόγρια, πήρε ένα γάιδαρο και μια βοηθό και γύριζαν μαζί από σπίτι σε σπίτι και από χωριό σε χωριό μαζεύοντας λεφτά και λάδι για το χτίσιμο της εκκλησιάς που της υπαγόρευσε το όνειρο. Χρόνια έκανε αυτή τη δουλειά και το όνειρο τελικά έστερξε, η εκκλησούλα χτίστηκε, αφιερώθηκε στο Γενέσιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και έκτοτε λειτουργιέται δυο – τρεις φορές το χρόνο. Λένε πως η γυναίκα αυτή ήταν μία από τις οχτώ κόρες ενός Πάρου (ίσως Παρασκευά), ο οποίος αντιμετώπιζε για πολλά χρόνια το μεγάλο πρόβλημα του πως να βρει γαμπρούς για τις τόσες κόρες του. Για τον κάθε πιθανό γαμπρό οι κουτσομπόλες του Κιονιού έλεγαν: “Στου Πάρου πας, πάρε και μη ρωτάς!”. Τη Μαγδαληνή όμως ή δεν την ενδιέφερε ο γάμος ή βαρέθηκε να περιμένει. Αποσύρθηκε από τα εγκόσμια και αφιερώθηκε στα θεία και μας κληροδότησε έτσι το ρομαντικό αυτό εκκλησάκι στην άκρη του περίπατου της Λότζας. Όσο για τα “κάθαρα”, αυτά, βλέπουμε από τα παραπάνω, έχουν πια μπει στο μυθολογικό σενάριο των ενυπνιαστών και οραματιστών της ευφάνταστης Ιθάκης. Αλλά δεν είναι μόνο στην Ιθάκη που ενυπνιάζονται και οραματίζονται οι ευσεβείς. Ανάλογη είναι και η ιστορία της Παναγίας της Ρομβιάτισσας σε βουνό του Ξηρόμερου της Ακαρνανίας. (Πληροφορήτρια μου η κυρία Δέσποινα Γαλάτη, βέρα Κιονιώτισσα).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Είναι ιδιαίτερα γνωστός για την πολύτομη Ιστορία των Σταυροφοριών, αλλά έχει γράψει και πολλά άλλα βαθυστόχαστα βιβλία γύρω από βυζαντινά θέματα.
- Πρώτος τόμος, εκδ. de Boor, σελ. 243-44.
- Βλ. Junin, La geographie ecclesiastique de l’ Empire Byzantin, τόμος ΙΙΙ, σελ. 282.
- Βλ. Αθ. Λεκατσά, “Μονή Θεοτόκου εις τα Καθαρά”, Ημερολόγιο Ιθάκης, 1930, σελ. 51.
- Ανάλογος θρύλος υπάρχει και στην Τζιά (Κέα), σχετικά με την Παναγία της την Καστριανή, που χτίστηκε ψηλά στην κορυφή απότομου βουνού, στη θέση όπου βοσκοί είχαν δει φως μέσα σε θάμνους, όπου και βρήκαν εικόνα της Παναγίας. Υπάρχουν πλείστες όσες τέτοιες περιπτώσεις. Από τις καλύτερες είναι εκείνης της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, στα Κύθηρα, όπου το εικόνισμα της Παναγίας βρέθηκε εδώ και τετρακόσια τόσα χρόνια μέσα στα μύρτα, όπως φαίνεται από το ίδιο το προσώνυμό της.
- Βλ. Λ. Βροκίνη, Βιογραφικά Σχεδάρια Α’, σελ. 437. Για τους Τσιγγάνους γενικά βλ. Κώστα Η. Μπίρη, Ρωμ και Γύφτοι, Αθήνα 1954.
- Βλ. Αθ. Λεκατσά, όπου παραπάνω, σελ. 51.
- Όπου παραπάνω, σελ. 54.
- Στο βιβλίο του Reccollections of the Last Days of Shelley and Byron, Λονδίνο 1906. Βλ. και “Εις την Μονήν των Καθαρών”, του Στ. Ξένου, Ημερολόγιο Ιθάκης, 1928, σελ. 37.
Π.Γ.ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
«ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΑ (ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΙΘΑΚΗΣΙΑΚΑ) ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1991.
Το καμπαναριό στα Καθαρά. Σκίτσο του Salvator, τέλος 19ου αιώνα.
Το καμπαναριό στα Καθαρά, 1806. (Από το βιβλίο του Gell, Λονδίνο 1807).
Η Μονή της Παναγίας στα Καθαρά γύρω στα 1850.