ΘΥΜΗΣΕΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ (ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ)
ΘΥΜΑΜΑΙ πάντα μια συμβουλή ταξιδιωτική που μ’ έλεγε ο πατέρας μου όταν ξεκινούσα να ‘χω ταξίδια και να καρτερώ τα πλοία της γραμμής στο πόρτο μας. Ο ταξιδιώτης, μου έλεγε, πρέπει να ‘ναι «προσθαλασσού», πρέπει να κοιτάζει το δρόμο του. Δε σε περιμένει το πλοίο γιατί καθυστέρησες…
ΕΤΣΙ φέρνω σήμερα στο νου το μικρό εκείνο ποστάλε της γραμμής, το «ΙΘΑΚΗ», που μαζί του έκανα πριν 64 χρόνια το ταξίδι εκείνο της Λαμπρής και που χρειάστηκαν κοντά τρεις μέρες για να φτάσω στο νησί μας. Ολα βέβαια τακτοποιημένα και το δρομολόγιο της άγονης γραμμής ορισμένο κι αυτό ως πάνω τη Σαγιάδα. Μόνο ένα πράμα απρόβλεπτο και ακαθόριστο: Το «κλείσιμο» του Ισθμού, που υποχρέωνε τα καράβια για τα λιμάνια του Ιονίου ν’ αλλάξουν «ρότα».
ΑΛΛΑΞΑΜΕ έτσι κι εμείς αναγκαστικά πορεία. Το «Ιθάκη» ξεκινούσε τη Μ. Πέμπτη για το μεγάλο γύρο του Μοριά για να πιάσουμε Πάτρα και για να συνεχίσουμε και στ’ άλλα. Η θάλασσα λάδι, κι ο Καβομαλιάς ασάλευτος, τα φανάρια στους κάβους να δίνουν το στίγμα τους. Και στο σαλόνι θαλασσόλυκοι ναυτικοί που γύριζαν για λίγο στα νησιά να ανοίξουν τα τεφτέρια της ζωής τους και της ναυτοσύνης τα πολλά βάσανα.
ΗΤΑΝ η πρώτη φορά που άκουγα ζωντανά να μιλούν για τον πόλεμο που είχε κιόλας ξεσπάσει, που μήνες τον ζούσαν στους ωκεανούς αλλά και που τον πλήρωναν με ανθρώπινες ζωές. Θυμάμαι αυτό που έλεγε ένας μεσόκοπος γεροδεμένος ναύτης, Θιακός νομίζω, πως ο πόλεμος μάς κοντοζυγώνει και πως σε λίγο θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ, χωρίς καθόλου να βιάζεται και πάντα πλάι πλάι με τη στεριά προχωρούσε ενώ εμείς είχαμε στα μάτια να ξετυλίγεται το πανέμορφο εκείνο τοπίο. Κρυφό κι άπιαστο βέβαια από εκείνον που τρέχει, που βιάζεται. Δεν ήμαστε άμαθοι από γεωγραφία. Κι είχαμε μάλιστα ένα δάσκαλο στο δημοτικό παθιασμένο σ’ αυτό το μάθημα που επί χάρτου βέβαια μας ταξίδευε ακούραστα στις άκρες της γης μας αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου.
ΑΛΛΟ όμως αυτό που είχαμε στα μάτια μας, αυτό που καθώς ανεβαίναμε βλέπαμε να ξετυλίγεται καθένα με την ονομασία και την ιστορία του. Ολα αυτά που σου έδειχναν και σου μάθαιναν ο κόσμος αυτός της ναυτοσύνης που τα είχε δουλέψει χρόνια με το ψωμί της θάλασσας, ήταν αλλιώτικα.
ΣΗΜΑΔΙΑΚΟ το ταξίδι εκείνο καθώς πλησιάζαμε για την Πάτρα. Ξαφνικά ενώ βρισκόμαστε αντικριστά στη Γλαρέντζα (Κυλλήνη) ο πλοίαρχος του καραβιού κάλεσε τους επιβάτες και το πλήρωμα να ακούσουν με προσοχή μια ανακοίνωση που θα έκανε αμέσως.
ΜΕΓΑΛΗ Παρασκευή μεσημέρι μαθαίναμε, με την ανακοίνωση αυτή, ότι οι φασίστες του Μουσολίνι είχαν εισβάλει και καταλάβει την Αλβανία. Το ραδιόφωνο έδινε όλη τη σχετική ειδησεογραφία, την οποία γαρνίριζε κατάλληλα η λογοκρισία του Μεταξά, που με κάθε τρόπο προσπαθούσε να καθησυχάσει το λαό με ψεύδη. Ο πλοίαρχος μάς ειδοποιούσε επίσης ότι το πλοίο θα σταματούσε για λίγη μόνο ώρα στην Πάτρα κι ότι οι επιβάτες δε θα έπρεπε να βγουν από το καράβι που αμέσως θα συνέχιζε το δρομολόγιο για Ιθάκη και Κεφαλονιά.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ μάς ζυγώνει, ο πόλεμος μας χτυπάει κιόλας την πόρτα, μας ξαναείπε φωναχτά τώρα ο Θιακός ναυτικός. Και το ‘πε άτρομα και δυνατά για να τ’ ακούσουν όλοι όσοι ταξίδευαν μαζί μας, φυσικά και οι σμπίροι της μεταξικής δικτατορίας, που είχε απαγορεύσει «συζητήσεις και σχόλια εις τους δημοσίους χώρους, περί των εμπολέμων, που προκαλούν αντεγκλήσεις ή και απλήν δυσφορίαν μεταξύ των ακροατών…». Η ανακοίνωση αυτή που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στις 6 του Σεπτέμβρη 1939 προειδοποιούσε μάλιστα για εξορία αυθημερόν όλους εκείνους που δε συμμορφώνονταν με τη διαταγή αυτή.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ, το «Ιθάκη» κι αυτό βιαστικό πια κοντοστάθηκε στην Πάτρα, «έδωσε και πήρε» σ’ επιβάτες και εμπορεύματα. Και μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας έβαλε ρότα, θα μας έφερνε στο νησί του Οδυσσέα, μαζί με τους ναυτικούς, που γύριζαν από τους ωκεανούς, που είχαν για τα καλά ανάψει του πολέμου οι φλόγες.
ΗΤΑΝ η πρώτη φορά, που γνώριζα, που έβλεπα το Θιάκι σ’ αυτήν τη γιορτινή, τη λαμπριάτικη ώρα. Τη χαιρόμουνα καθώς άκουσα τον συνταξιδιώτη και σύντροφο Θιακό να με αποχαιρετά και να μου ξαναλέει: «Ο πόλεμος κατηφορίζει. Χτυπά πια τις πόρτες μας…». Κι έτσι πράγματι έγινε. Το Θιάκι μάς το θυμίζει με την επιγραφή του στο γρανιτένιο βράχο, που τον μπουχίζει η θάλασσα κάθε στιγμή. «Κάθε οργιά της θάλασσας χιλιάδες σταγόνες αίμα». Είναι της ναυτοσύνης η αλήθεια και η θυσία.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΣ
Εφημερίδα ΡΙΖΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27.04. 2003