ΤΙ ΖΑΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΤΙ ΩΝΑΣΗΣ!
Ο νεοφώτιστος στα θαλάσσια έργα Ζαρόγιαννης επί θαλασσοκρατορίας Ωνάσση, παντοδυναμίας θιακών επιτελών και αρχιπλοιαρχικής κυριαρχίας καπετάν – Δημήτρη Βλησμά στην Εταιρεία του Ωνάση στον Πειραιά, επισκέφθηκε (παλιο – φιλικά έως εθιμοτυπικά κι ύστερα από ένα ατύχημα στο πόδι του που του το’ σπασε κακοανατεθραμμένος κάβος) τον καπετάν – Μήτσο… του Αδάμη, όπως ήταν γνωστός στους θιακούς της παρέας των παιδικών του χρόνων, ο καπετάν – Μήτσος.
Ο Ζαρόγιαννης στη ζωή και το μαραγκούδικο είχε σμιλέψει με σκαρπέλα, πλάνιες και μόρσα τον δικό του ιδιότυπο χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα ελεύθερο, ασυμβίβαστο, δεικτικό, σκωπτικό, αριστερόστροφο στις πολιτικές του πεποιθήσεις κι ευχάριστο στις παρέες, που κάθε φόρα περίμεναν να βγει ο απολαυστικός λαγός της ζαρογιάννειας σκέψης.Οι λαγοί του Ζαρόγιαννη βγαίναν παντού και χωρίς διακρίσεις σε σαλόνια και κουζίνες, τζάκια και φουφούδες, γραφεία και σιδεράδικα όπου υπήρχαν άνθρωποι δέκτες των προκλήσεων της ζωής. Ήταν θαυμαστά φρέσκος ο τρόπος που αντιμετώπιζε την κάθε πρόκληση, ο τρόπος της πικρής, αληθινής και καθόλου μεμψίμοιρης σάτιρας.
Έβλεπε τη ζωή μέσα από ξεκάθαρα πρίσματα όπου δεν είχαν θέση η διαστρέβλωση, η μνησικακία, η κολακεία και τα συνήθη απωθημένα που ενδημούν στις δυστυχείς μετριότητες. Ήταν γνώστης του εαυτού του, του ρόλου του, των ανθρώπων και της ζωής. Το πνεύμα του σκαρφαλωμένο στο Γαρδελάκι, παρατηρούσε, ερμήνευε, λοιδορούσε, πρωτοτυπώντας και ξαφνιάζοντας χωρίς να ξαφνιάζεται.
Εκείνο το μαγιάτικο πρωινό, λουσμένος σε κέφι, πέρασε την πόρτα του μεγάλου γραφείου, ψυχικά πάνοπλος και απευθυνόμενος στη χαρίεσσα δεσποινίδα του γραφείου υποδοχής των αρχιπλοιάρχων, ζητά χωρίς γαρνιτούρες και ξερά σαν πριονίδι, αλλά και με ολόθιακια έκφραση (τον αρχικαπετάνιο κ. Βλησμά) “το γιο του Αδάμη” – “Είναι μέσα, γιέ, ο γιος του Α…;”. Η δεσποινίς γραμματεύς, υπεραμυνόμενη των βασικών αξιών και της αισθητικής του χώρου, έδειξε να δυστροπεί και με συγκρατημένη φωνή και ύφος ρωτά τον παράξενο επισκέπτη: – “Μα, παρακαλώ, δεν κατάλαβα ποιόν ζητάτε, κύριε…” – “Τον καπετάν – Μήτσο το Βλησμά, γιε… έτσι τονε ξέρω από γεννησιμιού του…”, απαντά ο Ζαρόγιαννης, χαϊδεύοντας το μουστάκι του. -” Ά, τον κύριο αρχιπλοίαρχο… περιμένετε παρακαλώ”… Ανοίγει η βαριά πόρτα του κ. αρχιπλοιάρχου που έκρυβε τα μεγάλα και μικρά μυστιά της εταιρείας κι ανθρωπινότατος ο καπετάν – Μήτσος αγκαλιάζει τον Ζαρόγιαννη των πολλών παιδικών αναμνήσεων, σκηνή που έβαλε σε καθησυχαστική τάξη τις ανησυχίες της γραμματέως. -“Γεια σου, βωρέ φίλε, κάτσε να τα πούμε, πως πάει το πόδι σου, βωρέ;” -“Έ… σαν τον Κουτσοντίνο, αν κι η κουτσαμάρα πάει καλιά της σιγά – σιγά…” -“Πήρες, βωρέ, την αποζημίωση;” -“Τσέπωσα 135.000 χιλιάρικα, έτσι’ είπε η κυρά – Ασφάλεια”… -” Έ καλά δεν είναι, βωρέ;” -“Απ’ ολότελα, βωρέ, καλή κι η Παναγιώταινα, αλλά τι καλά, βωρέ γιε του…; Έχεις, βωρέ, ποτέ σπάσει το μαγκούφι σου, έχεις κουτσαθεί; Να σας δώσω, βωρέ, τα διπλά και να τσακίσω και τα δυο μαγκούφια του Ωνάση;”
Κόκκαλο άσπαστο και τεζωμένο το γραφείο του Πειραιά και ξεροκόκκαλο το γραφείο του Monte – Carlo, όπου η πρόταση έφθασε και συζητήθηκε ως το κατώφλι του Ωνάση, γιατί κανείς δεν είχε λίγο απ’ το θάρρος και την παρρησία του Ζαρόγιαννη να του το πουν κατάμουτρα, κάτι που εκείνος σίγουρα θα δεχόταν με τα πιο πλατιά και ηχηρά του γέλια.
Αφηγηση του αείμνηστου Θεόφιλου Καραντζή στο ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΙΖΗ – ΔΑΝΙΑ