ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ
Διάβασα ένα αρκετά ενδιαφέρον βιβλίο/μελέτη σχετικά με το γλωσσικό ιδίωμα της Ιθάκης, το οποίο ονομάζεται «Η Γλώσσα της Ιθάκης» και εγράφη από τον Σπύρο Μουσούρη. Πρόκειται περί ενός αρκετά παλαιού πονήματος που φθάνει πίσω στην δεκαετία του ’20 (το 1925 έλαβε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό της “Ελληνικής Γλωσσικής Εταιρείας” του έτους εκείνου).
Ομολογώ πως αρκετές εκ των εκφράσεων και λέξεων μου ήταν παντελώς άγνωστες, άλλες δε, χρησιμοποιούνται σχετικά ευρέως θα έλεγα μια και έχω ακούσει να αναφέρονται κι από μη Θιακούς, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να αναζητηθεί το πώς και γιατί συμπεριλήφθησαν στην έρευνα αυτή μια και ο συγγραφέας αναφέρει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι προσπάθησε να συμπεριλάβει μόνον ότι έχει σχέση με το τοπικό ιδίωμα, σε αντίθεση -όπως αναφέρει- με μια άλλη εργασία, αυτήν του Αρχιδούκα της Αυστρίας Σαλβατώρ (“Wintertage auf Itaca. Prag. Druck und Verlag von Heinr. Mercy Sohn”) που περιλαμβάνει και κοινές με την υπόλοιπη χώρα εκφράσεις.
Τέλος πάντων, στον χώρο αυτό θα αναφερθούν τόσο όσες εκφράσεις θεωρούνται άγνωστες στο ευρύ κοινό όσο και κάποιες τις οποίες γνωρίζουμε αλλά γράφονται/προφέρονται με διαφορετικό τρόπο. Γενικά μιλώντας, το βιβλίο στηρίχθηκε κυρίως στα λεγόμενα των γερόντων και των γυναικών, των ανθρώπων δηλαδή εκείνων που δεν είχαν φύγει από το νησί και διατηρούσαν -την εποχή εκείνη πάντα- την τοπική ντοπιολαλιά περισσότερο ανόθευτη σε αντίθεση με τους άνδρες, αρκετοί εκ των οποίων άφηναν τον τόπο τους για άλλες πολιτείες και χώρες ως μετανάστες ή ως ναυτικοί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη εκείνη την εποχή η διεθνοποίηση είχε προχωρήσει αρκετά μια και όπως αναφέρει ο συγγραφέας δεν συναντώνταν πλέον ούτε τοπικοί χοροί αλλά ούτε και τραγούδια χορού και τάβλας. Τα περισσότερα δημώδη άσματα είχαν εισαχθεί από την Αιτωλοακαρνανία, τα μόνα ίσως “καθαρά” άσματα είναι ορισμένα μοιρολόγια.
Αρκετά ενδιαφέρον στο εν λόγω πόνημα το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή του Θιακού γλωσσικού ιδιώματος, είναι το γεγονός πως ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί τους αγγλικούς φθόγγους “b”, “d” και “g” για να αποδώσει σωστότερα την προφορά των λέξεων, κάτι το οποίο προσωπικά με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο μια και οι ελληνικοί φθόγγοι δεν μπορούν να αποδώσουν κάποιες λεκτικές αποχρώσεις (πχ, η λέξη “κάμπος”, ενώ γράφεται με μπ, προφέρεται “b”. Κακώς κατά την άποψη μου και το καταλαβαίνουμε αυτό αν δούμε πόσες διαφορετικές προφορές υπάρχουν αν γράψουμε στα αγγλικά : kampos, kabos, kambos) .
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι οι φθόγγοι αυτοί χρησιμοποιούνται σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και όταν στην πορεία της φράσης, μία καθ’ όλα κανονική φράση, θα διαβαζόταν “χοντραίνοντας” το γράμμα κάποιας λέξης. Για παράδειγμα, η λέξη “καδινάτσος”, στη φράση “βάλε καλά τον καδινάτσο” γίνεται “βάλε καλά το gαδινάτσο”.
Η παράθεση θα γίνει στα πρότυπα της κατηγοριοποίησης του βιβλίου μια και θεωρώ πως αυτή είναι αρκετά καλή.
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΥΣΗ
Λάνα : Μάλλινο μαντύλι κεφαλής. Επίσης, μάλλινη κλωστή για κέντημα (πχ, “αγόρασα γε μου μια λάνα να dη φορέσω τα Χριστόεννα”. “Πάρε μου τσι λάνες που σού’πα από του Ναπολέων”).
Ποδολόα : Κομμάτι ύφασμα που έχει στριφτεί σε σχήμα κουλούρας και τοποθετείται στην κορυφή του κεφαλιού ώστε να μπορέσει η γυναίκα να φορτωθεί τη στάμνα ή κάποιο άλλο βάρος (πχ “δο μου ένα πανί να κάμω μια ποδολόα που θα φέρω τη στάμνα”)
Σκορδοποδολόα : Ποδολόα κατασκευασμένη από πλεξίδες σκόρδων, δλδ απ’ τα ξερά φύλλα τους. Η διαφορά με την κοινή έγκειται στο ότι η μία (σκορδοποδολόα) είναι από πριν κατασκευασμένη για τον σκοπό αυτό και για πολλές χρήσεις, ενώ η άλλη προχείρως και για την συγκεκριμένη στιγμή.
Τσιπούνι: Εσωτερικό ένδυμα του θώρακα παιδιών και γυναικών (πχ “εγώ δεν ακούω μόδες, πάρι φορώ από μέσα το τσιπούνι μου”).
Μιγρέα: Ανδρική ζακέτα/ρεντιγκότα
Πούρσα : Tσέπη.
Σκαλτσούνι: Κάλτσα
Kobi : Κουμπί
Άζουλα: Κόμπιτσα. Αυτή αποτελείται από δύο τεμάχια, την αρσενική και τη θηλυκή.
Σφίgλα : Η κοινή μικρή καρφίτσα
Ασπρόσκουτα : Ασπρόρουχα
Συρταρόλι : Παντόφλα ανοιχτή στο πίσω μέρος.
Σατέμι : Σατέν
Σώμα
Φλοκί : Στρογγυλή τούφα μαλλιού κεφαλής, ενίοτε και μαλλιού για γνέσιμο (πχ “πώς καμαρώνει με κείνο το φλοκί που τσί κρέμεται”, “πήρα ένα φλοκί, το έβαλα στη ρόκα και άρχισα να γνέθω”)
Αητός : Μαλλί (κεφαλής) που στρίβει ακτινοειδώς.
Στόμας : Στόμα. Στη γενική : του στόμα. (πχ “να μην σωπαίνει διόλου ο στόμας του!”).
Κατακλείδι : Η κάτω σιαγόνα. Στην περίπτωση του γάιδαρου το δέσιμο του φίμωτρου, καπιστριού.
Τσόκος : Εξόγκωμα στο μέσο του υνιακού οστού στο πίσω κάτω μέρος της κεφαλής. Επίσης, το πέος.
Σφαή : Ο λαιμός, κυρίως το πίσω μέρος του αλλά και ολόκληρος. Η λέξη βγαίνει φυσικά απ’ το ρήμα “σφάζω” και σχετίζεται με την σφαγή των ζώων (πχ “μου πονεί η σφαή μου”)
Γούργουρο : Το εμπρός μέρος του λαιμού μετά τους αδένες.
Καρίκι : Το μήλο του Αδάμ
bουρνιδόρος : Το πέος (πχ “σα bεθάνω θα σ’ αφήκω το bουρνιδόρο μου κληρονομιά) (σημ. : απίστευτοι οι παλαιότεροι ώρες ώρες!)
Αρκίδια : Όρχεις. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί εδώ (και γι’ αυτό συμπεριλήφθη η λέξη αυτή) είναι ότι ενώ το -ρχ- προφέρεται κανονικά σε άλλες λέξεις, πχ έρχομαι, αρχινάω, κλπ, εδώ δεν συμβαίνει.
Ποδάρια : Πόδια
Αρτσίκλα : Ολόκληρο το πόδι. Συνήθως αναφέρεται σε μεγάλα και μακριά πόδια.
Άdζα : Κνήμη, γάμπα (πχ “είδες πως εχοdρήνανε οι άdζες της?”).
Έgλιση : Αδένες, ελιές.
Υγιεινή και ομορφιά
Νίβομαι : Πλένω το πρόσωπο μου (πχ “αφού νίφτηκες δεν έριχνες και λίγο νερό στο κεφάλι σου?)
Φκιασίδι : Make up.
bλούτρα ή bλούδρα : Πούδρα
Σπίτι
Κάμαρα : Δωμάτιο
Μετζάος/μετζάο : Το ισόγειο του σπιτιού.
Πορτόνι : Ο πυλώνας μάντρας ή κήπου οικίους (μικρή πορτούλα δλδ).
Πόρτεο : Το εξωτερικό πορτόνι της οικίας.
Μπασά : H είσοδος γενικά
Παρεθύρι : Παράθυρο
Μότζος : Εξώστης
Σκαλούνι : Σκαλοπάτι
bαλαούστρος/bαλαούστρο : Το στήριγμα για να ανέβει κάποιος τη σκάλα.
Αναgαίος/αναgαίο : Απόπατος. Να σημειώσουμε εδώ ότι όπως και σε άλλες περιοχές, αυτός συνήθως ήταν εξωτερικός.
Μαριdιάνα : Ηλιακό ρολόι
Μοροφίντο: Εσωτερικός τοίχος κατασκευασμένος συνήθως από σανίδια απλώς ασπρισμένα ή καλυπτόμενα από τα δύο μέρη με στρώμα αμμοκονιάματος (πχ “οι τοίχοι του σπιτιού δεν έχουνε φόβο αλλά τα μοροφίντα τα φοβάμαι”).
Πατερό: Δοκός που υποβαστάζει πατώματα και στέγη.
Αναμινάλε : Παραθυράκι το οποίο εξέχει απ’ τη στέγη σαν ξεχωριστός οικίσκος.
bουχαρί : Το μπουρί, ο σωλήνας που βγαίνει ο καπνός της κουζίνας.
Αναφορός: Η τρύπα που βγαίνει ο καπνός της κουζίνας όταν δεν υπάρχει bουχαρί. Συνήθως, ο αναφορός έχει ένα κεραμίδι στην τρύπα το οποίο μόλις σηκωθεί κλείνει η τρύπα και αντιθέτως, όταν γυριστεί προς τα κάτω, ανοίγει.
Αdηγός : Το αυλάκι που σχηματίζεται πίσω απ’ το σπίτι όταν αυτό είναι σε πλαγιά βουνού (όπως τα περισσότερα παλιά σπίτια δλδ). Κατόπιν, με την ίδια λέξη εννοούσαν την στενή αυλή, το καντουνάκι πίσω απ’ το σπίτι όπου ήταν ο απόπατος, το πλυσταριό ή/και το κοτέτσι. Ατσούπι : O μικρός πλάγιος και χωρίς παράθυρα τοίχος σπιτιού το οποίο έχει αντιθέτως μεγάλη πρόσοψη.
Κλειδωνιά : Κλειδαριά.
Καδινάτσος : Μεγάλος σύρτης για να κλείνουν οι εξώπορτες.
bλουτσούνι: Σιδερένιο εργαλείο το οποίο τοποθετείται στην άκρη του καδινάτσου, περνά αυτόν και την πόρτα και κλειδώνει με κλειδαριά.
Σαγιαδόρος: Μικρός και αδύνατος σύρτης (κυρίως σε εσωτερικές πόρτες).
Φουdραδόρος: Ξύλινος μοχλός που στερεώνει την πόρτα από πίσω αντί σιδερένιου σύρτη (καδινάτσου).
Καδινέλα: Επίμηκες ξύλο. Ιδιαιτέρως, αυτό που στερεώνει απ’ έξω τα παραθυρόφυλλα.
Μύλοι: Σιδερένια στηρίγματα των παραθυρόφυλλων όταν αυτά είναι ανοιχτά.
Ρεστέλο: Χαμηλό κιγκλίδωμα σκάλας.
Ταβλάδο: Σανίδωμα πάνω απ’ τη σκάλα που σχηματίζει μεγάλο κιβώτιο.
Ρετσέβερη: Η αίθουσα υποδοχής. “Η κάμαρα η ρετσέβερη” = σαλόνι, αίθουσα υποδοχής.
Καβελαριά: To ψηλότερο μέρος της στέγης. Οι στέγες είναι δύο ειδών, αυτές με δύο πλευρές που ενώνονται σε μία καβελαριά (δίρριχτες) ή με τέσσερις πλευρές που ενώνονται σε μία κορυφή (τετράρριχτες). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσα κτίσθηκαν από παλαιούς κατοίκους του νησιού ενώ στη δεύτερη όσα κτίσθηκαν από πρόσφυγες της υπόλοιπης Ελλάδας οι οποίοι πήγαν στο νησί κατά την Επανάσταση του 1821.
Σούγελο: Υδρορροή από λευκοσίδηρο. Αυτά είχαν κατάληξη στις στέρνες.
Φυρίδα: Τετράγωνη τρύπα στον τοίχο, σχηματισμένη είτε από την άκρη δοκού είτε από άλλο λόγο. Η λέξη βγαίνει από το “θυρίδα”, το “θ” της οποίας έγινε “φ”.
Σταχτοφυρίδα: Το κενό κάτω απ’ τη γωνία του μαγειρείου και κάτω απ’ το φούρνο όπου ρίχνεται η στάχτη και τα ξύλα.
Λότζα: Σπιτάκι με στέγη που έχει μόνο μία πλευρά, χωρίς καβελαριά δλδ (μονόρριχτο). Τέτοιου είδους κατασκευές υπήρχαν/ουν συνήθως στα κτήματα για να μένουν ζώα ή να φυλάγονται εργαλεία, κλπ.
Παράσπιτο: Μικρό σπίτι πλάι στο μεγάλο. Αχούρι για τα ζώα κοντά στο σπίτι που μένουν οι άνθρωποι.
ΝΟΣΟΙ-ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Παρμένος: Παράλυτος.
Μαλίνο: Δυνατός πυρετός με αποτελέσματα εσωτερικά, ενίοτε και κοιλιακός τύφος.
Γυρίζει: Η μετάπτωση από μία ασθένεια σε άλλη (πχ “το κρυολόγημα του γύρισε σε περιπλεμονία”).
Κουρλός: Τρελός.
Κουρλαίνομαι: Τρελαίνομαι.
bατσελάρω: Τρελαίνομαι (πχ “έκανε σωστή τη δουλειά του κ’ έξαφνα εbατσελάρισε και τώρα τον έχουνε στη Gέρκυρα”).
Σbαλιάρω: Τρελαίνομαι, μου στρίβει. Επίσης, κάνω λάθος.
Γλυκί: Σεληνιασμός (πχ “τον έπιασε το γλυκί του”, δλδ σεληνιάστηκε). Μεταφορικώς, σημαίνει τον μεγάλο θυμό ή ότι κάποιος είναι νευρικός.
Γλυκιασμένος: Σεληνιασμένος, επιληπτικός (πχ “είναι γλυκιασμένος και κάθε τόσο τονε πιάνει”).
Κουταβέλα: Ανάπηρο χέρι, άχρηστο από χτύπημα ή εκ γενετής (πχ “τού’δωκε μια γερή χτυπιά και τού’κανε το χέρι κουταβέλα”).
Σγουbός: Καμπούρης.
Σγούba: Η καμπούρα (το εξόγκωμα).
Βεdερούγα: Σγούba
Μαλαφράντζα: Σύφιλη (πχ “πήρε στη Ρουμανία μια μαλαφράντζα κι’ αποφτή στο τέλος εκουρλάθηκε”).
Γαλλικά πάθη: Τα αφροδίσια γενικώς (πχ “ευτήνες οι ηθοποιοί είναι γιομάτες Γαλλικά πάθη”).
Φαούρα: Φαγούρα.
Ρεdέρω: Κάνω εμετό.
Σερβιτσάλι: Κλύσμα.
Κλυστήρι: Kλύσμα επίσης.
Τριχοφάος: Tριχοφάγος.
Σκαροβλογιά: Βαριά μορφή ευλογιάς (θανατηφόρος).
Σκατζόχτικο: Βαριά μορφή χτικιού (φυματίωση).
Λιοbάρbαρο: Εϊδος καθάρσιου.
Λάδι: Στη συγκεκριμένη κατηγορία λεξιλογίου, συνήθως σημαίνει ρετσινόλαδο, καθάρσιο.
Αναούλα: Αναγούλα.
Λιθοπάτημα: Σπυρί στην φτέρνα, το οποίο καθώς λεγόταν έβγαινε από το πολύ περπάτημα. Για τον λόγο αυτό, η λέξη χρησιμοποιούνταν και μεταφορικώς για να δηλώσει ότι κάποιος κόπιασε (έτρεξε) πολύ για να φέρει εις πέρας μια δουλειά του (πχ “έβγαλε το λιθοπάτημα”).
Κεφαλάργια: Κεφαλαλγία, πονοκέφαλος (πχ “έχω μια κεφαλάργια που θα μου φύη το κεφάλι”).
Φουνdανέλα: Η λέξη βγαίνει από την ιταλική fontana (βρύση) και υποδηλώνει μια πρακτική που χρησιμοποιούνταν αντί εκδόριου και σύμφωνα με την οποία, το δέρμα ανοιγόταν σε ένα σημείο και έβαζαν μέσα ένα ρεβύθι, με αποτέλεσμα το σημείο να μένει ανοιχτό και να τρέχει υγρό συνεχώς (πχ “του βάλανε φουνdανέλα και τού’φυγε λίγο το κρυολόημα”).
Ζούλισμα: Μόλωπας.
Πίνος: Ακάθαρτο, άπλυτο μαλλί ζώων το οποίο χρησιμοποιούνταν ως θεραπεία του ζουλίσματος.
Μαϊdανός: Το γνωστό χορταρικό που χρησιμοποιούνταν ως θεραπευτικό για όταν “σταματήσει το κάτουρο” (πχ “όταν σταματήσει το κάτουρο τ’ ανθρώπου, κοπανίζεις μαϊdανό, το κάνεις κατάπλασμα και το βάζεις απάνου. Σε λίγο το κάτουρο κινάει μοναχό του”).
Φτάρνισμα: Αναφέρεται απλώς ως δείγμα της εθιμοτυπίας που υπαγόρευε να θεωρείται “κακό” να συμβεί το βράδυ της Τυρινής. Για να φύγει το κακό, έσκιζαν το πουκάμισο αυτού που φτερνίστηκε.
ΕΠΙΠΛΑ ΚΑΙ ΣΚΕΥΗ
Μόbιλα (τα): Όλα τα έπιπλα του σπιτιού.
Μοbίλια (h): Eπίσης όλα τα έπιπλα του σπιτιού αλλά και ένα είδος πολύχρωμου υφάσματος που χρησιμοποιείτο στην επένδυση καναπέδων, πολυθρονών και άλλων επίπλων.
Κοκέτα: Σιδερένιο κρεβάτι
Προσκέφαλο: Μαξιλάρι.
Προσκεφαλάδα: Eπίμηκες μαξιλάρι που εκτείνεται σε όλο το πλάτος του κρεβατιού και τοποθετείται κάτω απ’ το προσκέφαλο.
dεμέλα: το εξωτερικό επένδυμα του προσκέφαλου. Είναι λευκό και βγαίνει ώστε να πλένεται συχνά.
Στρώμα: Όχι μόνον στην κοινή του σημασία αλλά και το ύφασμα με το οποίο αυτό περιβάλλεται (πχ “έχεις γέ να μου δώκης ν’ αγοράσω λίγα bράτσα στρώμα?”).
Xεράμι: Μάλλινο σκέπασμα του κρεβατιού (πχ “αν είν’ αλαφρί το σεdόνι να σου δώκω να βάλης απουπάνου σου κ’ ένα χεράμι).
bατανία: Η κουβέρτα του κρεβατιού.
Τορνολέτο: Άσπρο ύφασμα που τοποθετείται γύρω γύρω στο κρεβάτι, κρέμεται δηλαδή ως παραπέτασμα από το στρώμα έως το πάτωμα και κρύβει το κάτω μέρος του κρεβατιού.
Φίντες: Άσπρο ύφασμα που τοποθετείται κάτω απ’ το προσκέφαλο και κρέμεται προς τα πλάγια του κρεβατιού.
(Σημ: Το τορνολέτο και ο φίντες ήταν σαν είδη πολυτελείας και τοποθετούνταν συνεχώς μόνον στα αρχοντόσπιτα. Σε όλα τα σπίτια τοποθετούνταν μόνον τις ημέρες των γάμων.)
Κουνουπολόος: Κουνουπιέρα που κρεμόταν πάνω απ’ το κρεβάτι για προστασία απ’ τα κουνούπια.
Πάτια: Οι τάπητες γενικώς.
Στρατόνι: Στενός τάπητας αποτελούμενος από ένα φύλλο υφάσματος υφασμένο στον αργαλειό. Τοποθετούνταν στους διαδρόμους, μπροστά στα κρεβάτια αλλά και αλλού.
Κουάδρο: Το κάδρο.
Κουντρίνα: Η κουρτίνα.
Κομός (ο): Έπιπλο με συρτάρια, το σκρίνιο.
bαούλο: Η κασέλα, το μπαούλο.
Καθήκλα: Η καρέκλα.
Αρμάρι: Το ερμάρι.
Ροτόντα: Στρογγυλό τραπζεάκι της σάλας (πχ “ούλα τα μόbιλα στη θέση τους και η ροτόντα στη μέση”).
Σκαbέλο: Το κομοδίνο.
Λαβαμάνος: Ο νιπτήρας.
Γαδένα: Η λεκάνη.
Κατζέλο: Το συρτάρι.
Σκατζιά: Ράφια, πρόχειρα ράφια από σανίδες τοποθετημένα σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού ή στα καταστήματα.
Σογάντσα: Ράφι, σκατζιά, αλλά μόνον η τοποθετημένη στο μαγειρείο.
Ντερίνα: Μικρή μεταλλική λεκανίτσα που βάζουν φρούτα, σαλάτες, κλπ.
Λουμίνι: Είδος λάμπας που καίει με λάδι χωρίς γυαλί.
Σαμανdάνι: Το κηροπήγιο.
Καdιλιέρι: Είδος λάμπας που αποτελείται από φώτα λαδιού, συνήθως τέσσερα. Έχει μία βάση και ανάβονται ένα ή περισσότερα φυτίλια.
Τσαίνικο: Το τσαγερό.
Βαντιέρα: Δίσκος (πχ “Πάρε τη βαντιέρα να τρατάρης τσί βίζιτες”).
Κούπα: Ποτήρι.
Κουτεζίνι ή ρακογιάλι: Ποτηράκι μικρό για οινοπνευματώδη όπως ρακί, κονιάκ, ούζο, κλπ.
Μεσάλι: Το τραπεζομάντιλο.
Τουβαέλι: Προσόψιο, πετσέτα του φαγητού. Η λέξη προέρχεται πιθανότατα απ’ το αγγλικό towel και αποτελεί μία απ’ τις λίγες αγγλικές λέξεις που απέμειναν (στην Κέρκυρα λέγεται τοουέλι).
bόλια: Πετσέτα του νιψήματος (σκούπισμα χεριών).
Κανάτα: Το σύνηθες δοχείο νερού.
Κανάτι: Η μικρή κανάτα.
Κατουροκάνατο: Το δοχείον νυκτός.
bουγάδα: Το πλύσιμο πολλών ρούχων με ζεστό νερό.
Αλυσίβα: Βρασμένο νερό με στάχτη που ρίχνεται πάνω απ’ τα ρούχα που βρίσκονται σε μεγάλο καλάθι, ώστε να καθαρίσουν.
Σταχτοπάνι: Χοντρό πανί ή σακκί που τοποθετείται επάνω απ’ τα ρούχα της bουγάδας. Πάνω σ’ αυτό ρίχνεται η αλυσίβα και αυτό είναι που εμποδίζει τη στάχτη να περνά στα ρούχα.
Κοφινολόος: Πανί που τοποθετείται γύρω γύρω απ’ το σταχτοπάνι.
Σκάφη: Η σκάφη που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για πλύσιμο.
Ξεβγάνω: Πλένω τα ρούχα με καθαρό νερό μετά την bουγάδα.
Μασίνα: Το σίδερο του σιδερώματος, όταν έχει μέσα τα κάρβουνα.
Σίδερο: Το σίδερο του σιδερώματος μονοκόμματο που ζεσταίνεται στην φωτιά.
Τσίτσα: Κολοκύθι ξηρό και κούφιο, επίτηδες προετοιμασμένο για να γεμίζει κρασί. Αυτό έπαιρναν στα κτήματα αντί μπουκαλιού.
Φλασκί ή φλάσκα: Η τσίτσα. Μεταφορικώς, το κούφιο κεφάλι, το χαλασμένο κεφάλι (πχ “τη gακή σου τη φλάσκα!”).
ΜΑΓΕΙΡΕΙΟ-ΘΕΡΜΑΝΣΗ
Μαγειρείο
Γωνιά: Η εστία του μαγειρείου (πχ “όλο κοdά στη γωνιά εκάηκα ‘πό τη ζέστη. Τα σπίρτα τά’χω απά στη γωνιά”).
Μάπα: Το επιστέγασμα της γωνιάς, από το κέντρο του οποίου αρχίζει ο σωλήνας της καπνοδόχου. Επίσης, το γνωστό λαχανικό.
Παδέλα: Πήλινη χύτρα.
Πινιάτα: Χάλκινη χύτρα.
Κατσαργιόλα: Χάλκινη χύτρα με ίσιο χέρι στην άκρη ή απλώς χάλκινη χύτρα (συγχέεται συχνά με την πινιάτα).
Κατσαργιόλι: Μικρή κατσαργιόλα με ίσιο χέρι στην άκρη.
Κατσαργιολάκι: Ακόμη μικρότερο κατσαργιόλι.
dαβάς: Ρηχή πήλινη χύτρα.
bροστολίνι: Το ψηστήρι του καφέ.
Κουποτάψι: Σκέπασμα με το οποίο σκεπάζουν το ταψί και βάζουν από πάνω κάρβουνα για να ψηθεί το φαγητό. Το όργανο αυτό αντικαθιστά τον φούρνο, κατασκευάζεται δε από λάτα (λευκοσίδηρο).
Τσερέπα: Όργανο ακριβώς όμοιο με το κουποτάψι και για την ίδια χρήση, μόνο που κατασκευάζεται από πηλό.
Σίσκλος: Ο σίκλος, το μεταλλικό αγγείο με το οποίο αντλούν νερό απ’ το πηγάδι (στέρνα) αλλά χρησιμεύει και σ’ άλλες χρήσεις.
bάνιο: Μικρό μεταλλικό αγγείο, πλατύτερο κάπως απ’ τον σίσκλο, τενεκεδένιο ή από άλλο μέταλλο, το οποίο χρησίμευε για να ρίχνουν τα βρώμικα νερά του λαβαμάνου ή για να μεταφέρουν νερό για το σφουγγάρισμα.
bουράτο: Κυλινδρικό δοχείο από τενεκέ, χωρητικότητας περίπου ενός τενεκέ πετρελαίου το οποίο χρησιμεύει για να μεταφέρουν νερό.
Λάτα: Τενεκές, λευκοσίδηρος. Επίσης, το τενεκεδένιο δοχείο πετρελαίου με το οποίο μπορεί επίσης να μεταφερθεί νερό αλλά και λάδι.
Καφκιά: Ξύλινη γαβάθα στην οποία κατασκευάζεται η αλιάδα (σκορδαλιά) ή κοπανίζονται σκόρδα.
Μουρτάρι: Γουδί από μπρούτζο ή άλλο μέταλλο.
Μουρταρόχερο: Το γουδοχέρι.
Πυροστιά: Το σιδερένιο τρίποδο πάνω στο οποίο τοποθετείται η χύτρα στη φωτιά.
bιρίκι: Το μπρίκι.
Αλιάδα: Η σκορδαλιά. Κατασκευαζόταν με ξερά σκόρδα, λάδι, λεμόνι και ψωμί βρεγμένο ή πατάτα βρασμένη. Με λίγα λόγια, όπως σήμερα.
Στουφάδο: Το στιφάδο.
Σαλτσιτσότο: Το σαλάμι.
Πουλέντα: Φαγητό από βρασμένο αραβοσιτάλευρο στο οποίο έριχναν συνήθως μέσα και σταφίδα.
Νεροbάbαλη: Ψωμί βρεγμένο στο νερό με αλάτι και λάδι.
Ριγανάδα: Νεροbάbαλη στην οποία πρόσθεταν ρίγανη και ξύδι. Εναλλακτικά, από βρεγμένα παξιμάδια με λάδι, ξύδι και ρίγανη.
Σκαφίδι: Μικρή σκάφη από μονοκόμματο ξύλο σκαλισμένο στο οποίο ζύμωναν το ψωμί.
Σινάδια: Τα πίτουρα.
Σουδάβλι: Eπίμηκες ξύλο για το τράβηγμα ή σπρώξιμο των κάρβουνων στον φούρνο.
Φουρνόκλεισμα: Ημικυκλικό σκέπασμα της οπής του φούρνου, από σίδερο ή τενεκέ.
Πλαστήρι: Σανίδα κατασκευασμένη για τη χρήση του πλάστη (άνοιγμα φύλλων, κλπ).
Πήτες: Στο μενού των Θιακών, κυριαρχούσαν οι bακαλαόπητα (από ξερό βακαλάο), κολοκυθόπητα (από κίτρινο κολοκύθι), κρεατόπητα, κουκκόπητα (από ξερά κουκκιά), λαχανόπητα (από διάφορα λάχανα, ιδίως σπανάκι), χταποδόπητα (χταπόδι), ογιαουρτόπητα (γιαούρτι), τυρόπητα και γαλατόπητα.
Μουστόπητα: Η μουσταλευριά.
bακλαή: O σπιτικός μπακλαβάς, με χοντρά φύλλα.
Ροβανή: Το γνωστό γλύκισμα, φτιαγμένο από ριζάλευρο, μέλι και λάδι.
bαφίσα: Μικρά γλυκίσματα από φρούτα μέσα σε φύλλο πήτας. Ήδη, τον καιρό που γραφόταν το βιβλίο, το συγκεκριμένο θεωρούνταν παλαιό γλυκό το οποίο δεν φτιαχνόταν πολύ πια.
Κυδωνόπαστο: Γλύκισμα από κυδώνι με μέλι και αμύγδαλα, κομμένο σε ρομβοειδή φελιά και το οποίο διατηρούνταν όλο το χειμώνα.
Θέρμανση
Σκίζα: Μεγάλο ξύλο σκισμένο με τσεκούρι το οποίο προοριζόταν για κάψιμο στη φωτιά.
Χλιός: Ο χλιαρός.
Από το βιβλίο του Σπύρου Μουσούρη (Φώτου Γιοφύλλη) «Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ» που εκδόθηκε το 1950
Αναρτήθηκε από βιλλάνος (villanos)