ΤΟ ΘΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ: Ο ΠΛΑΤΡΕΙΘΙΑΣ

Τσι προάλλες μώλεε ένας φίλος, που πρώτη βολά ήρτε, για να περάσει λίγες μέρες, στο νησί:
– Από τα πιο όμορφα χωριά σας, ίσως τ’ ομορφότερο είναι, ο “Πλατηρθιάς”. Πνιγμένο στο πράσινο, με τρεχούμενα νερά, μ’ ολοκάθαρες ακρογιαλιές.
Κι εγώ εσυμφώναα πρόθυμα, γιατί και μένα μου κάζει, πως εφτείνο το χωριό – όπως απλώνεται σε νια μεγάλη έχταση, δίχως μαθές να στριμώνεται, με τσι ωραίες γειτονιές του, με τα απέραντα λιοστάσα του, με τσι βρύσες του – το μόνο με βρύσες σ’ ούλο το νησί – τα περιβόλια του, τσοι δίχως πίσσες γιαλούς του, χωρίς μεγάλη κίνηση από μηχανάκια κι αυτοκίνητα – πα να πει χωρίς καυσαέρια και πολύ νταβατούρι – είναι πράγματις ένας παράδεισος.
– Για πες μου, εσυνέχισε ο φίλος, εσύ πούσαι ντόπιος, τι πάει να πει τ’ όνομά του “Πλατηθριάς”; Γιατί ουλουνώνε τουν αλλουνώνε χωριώνα του νησού τα ονόματα έχουνε ένα νόημα. Το καταλαβαίνεις. Αλλά “Πλατηθριάς”; Είναι πολύ ακαταλαβίστικο. Πολύ μυστήριο….
Χάϊντε τώρα εσύ να ντου ξηγήσεις του φίλου… Από που ν’ αρχινήσεις και που να τελειώσεις για να καταλάβει, οτι εφτό το πιο όμορφο χωριό του νησιού, είναι και το πιο ταλαιπωρημένο με τ’ όνομά του, δίχως να φταίει τίποτα.
Χάϊντε να θυμηθείς τον Όμηρο και το, σχωρεμένονε εδώ και πολλές δεκαετίες, Κύριο Ζάμπα, τον πανύψηλο και ξεραγκιανό γέρο – σοφό με τη σκούφια και τη μαγκούρα, που ώργωνε, παρί τα ογδόντα του χρόνια, κάθε καλοκαίρι επί καιρούς και καιρούς, ούλο το νησί και ήξερε απ’ όξου ούλονε τον Όμηρο κι όταν τον άκουες να μιλεί για δαύτονε με τόση ζωντάνια, τόση λατρεία και τόσο σέβας, εκόντευες να πιστέψεις, πως εφτός, γιε, ήτουνε ο νόνος του.
Νια βολά, μπριχού φέξει, κάτι ψαράδες επήανε κι αράξανε σε νια έρημη ακρογιαλιά κι εβγάλανε από τα σακκούλια τους να φάνε ένα μπουκούνι ψωμί, όπου μεσ’ στην ερημιά του Θεού ακούσανε νια φωνή σαν βαριά καμπάνα, να λέει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και τόμου επροσέξανε καλύτερα είδανε έναν άντρακλα με μαύρα σκουτιά, γονατισμένονε μπροστά σ’ ένα βράχο με τεντωμένα τα δυο του χέρια τ’ αψήλου και να λέει, εφτά τα παράξενα λόγια. Ήτανε γιε, ο κύριος Ζάμπας, που αχάραος επήε σ’ εφτό το μέρος και προσευχότανε στον Όμηρο στην ομηρική γλώσσα! Οι τρομασμένοι οι ψαράδες τα χάσανε μ’ εφτό το αναπάντεχο κι ο καπιτά – Μίχος τόσο εξαφνίστηκε, καθώς έτρωε, που εκομπιάστηκε κι εφτερνίστηκε και – καθώς ελέανε τότενες – έβαλε με το φτέρνισμα νια φέτα ψωμί από τ’ αριστερό του ρουθούνι!
Κάποτες το λοιπό, πριν πολλά χρόνια, όταν μπρωτώρθε στο νησί ο κύριος Ζάμπας άκουε, που ελέανε ούλος ο κόσμος “ο Πλατρειθιάς” και “έρχομαι από τον Πλατρειθιά” ή “το βράδυ θα πάω στον Πλατρειθιά” κι ερώτησε πως το γράφουνε του τρει του Πλατρειθιά, κι όταν του είπανε εφτείνοι, που ξέρανε από το σκολειό και την Κοινότητα, πώλεε η σφραγίδα της γύρω – γύρω κύκλο “Κοινότης Πλατρειθιά”, οτι το “τρει” “γραφεται με έψιλον γιώτα” ο κύριος Ζάμπας επήρε έναν απίδρομο και, μ’ ούλα του τα γεράματα, έκοψε έναν σάλτο σαν και ματί ήτουνε κανένας δεκαεφτάρης κι εφώναζε “αυτό είναι! αυτό είναι!” κι εφτείνοι που τον εβλέπανε να κάνει έτσι, ελέανε, οτι πάει, εκουρλάθηκε μπίτι για μπίτι ο κακομοίρης ο γέρος.
Όμως εφτός, όταν του πέρασε η πρώτη φουμάδα, τσοι εξήγησε, οτι εφτείνη η λέξη είναι ομηρική και γένεται από το “πλατύ ρείθρο” που αναφέρει ο Όμηρος και πα να πει “πλατύ ρέμα ή πλατύ λαγκάδι” κι οτι είναι φανερό, οτι εκειό το λαγκάδι που λέει ο Όμηρος, ακόμα υπάρχει κι είναι εκείνο που κόβει το χωριό στη μέση, καθώς έρχεται από τη Μελάνυθρο, περνάει από το Γιοφύρι και πάει και βγαίνει τσι Φρίκες, κάνοντας καλές κατεβασές το χειμώνα. Και θάμαζε κι εχτυπιότανε από τον ενθουσιασμό του ο γέρο – ομηρολάτρης ο σοφός, που τόσες χιλιάδες χρόνια ζούνε ακόμα στον στόμα του λαού στο ομηρικό νησί, εφτείνες οι πανάρχαιες ομηρικές λέξεις.
Κι απέκειο από πολλά χρόνια την ίδια εξήγηση εδώκανε στη λέξη “Πλατρειθιάς” και οι εγγλέζοι αρχαιολόγοι, που ήρτανε τότενες κι εκάμανε τσι ανασκαφές, ο κύριος Χάρτλεϋ και η μις Μπέντον και οι ρωμιοί όμοιοί τους, ο κύριος Κεπαρίσσης και ο κύριος Νεραντζούλης.
Τα πράματα το λοιπόν επηαίνανε καλά μέχρι τον τελευταίο πόλεμο. Το όνομα του Πλατρειθιά ήτανε πολύ ωραίο κι εξέρανε ο περσότερος κόσμος, αν όχι ούλος ο κόσμος, και το νόημά του. Από τον πόλεμο όμως κι εδώθε αρχινήσανε οι περιπέτειες του Πλατρειθιά. Δηλαδή αρχινήσαμε να βλέπουμε να γράφουνε δω κι εκεί σε κάτι φύλλα “η Πλατρειθιά” και η Κοινότητα τση Πλατρειθιάς – μ’ άλλα λόγια ο προαιώνιος σερνικός Πλατρειθιάς εφαινόντανε ν’ άλλαζε φύλο και να γινόντανε, γιε μου, θηλυκός!
Μερικοί ελέανε, πως τον επήρε το σκέδιο τση μόδας, σαν εκειούς τσοι αεροπόρους του Λονδίνου, που ένας από δαύτους επήρε και πολλά παράσημα για τα κατορθώματά του στον πόλεμο κι ήτανε και παντρεμένος κι είχε και δυο κόρες και τόμου ετέλειωσε ο πόλεμος εγένηκε θηλυκός, γυναίκα ο ασύφταος, κι ήθελε, λέει – καθώς εγράφανε τότες οι εφημερίδες – να παντρευτεί ο αφορεσμένος και να πάρει άντρα!!
Τα τελευταία χρόνια εφαινόντανε να σάζει το πράμα και ο καημένος ο Πλατρειθιάς με την τόσω χιλιάδω χρονώνε ιστορία, ν’ αναγνωρίζεται σερνικός: Ο Πλατρειθιάς και η Κοινότητα (του) Πλατρειθιά. Ίσαμε που ήρτανε κάτι άθρωποι που βάνανε κάτι καινώργιες σιδερένιες ταμπέλλες σ’ ούλα τα χωριά (αφήνοντας μάλιστα δίπλα απείραχτες τσι παλιές μισοσβημένες όμοιες, που ποιος ξέρει πόσα εκατομμύρια εστοιχήσανε – μερικοί λένε, οτι τσι εγκαταλείψανε έτσι να πάνε χαμένες, γιατί ήτανε λέει – δωρεά από την “Ούνρα” και δε μπειράζει) κι εβάλανε και σε διάφορα σημεία του Πλατρειθιά εφτές τσι ταμπέλλες, που είδε κι ο ανίδεος ξένος φίλος και που γράφουνε “Πλατηθριάς”.
Τώρα γιατί τον εκάμανε έτσι τον καημένο τον Πλατρειθιά και πως και τι και πούθε εβγάλανε αυτό το δίχως νουρά και δίχως κεφάλι Πλατη – θριά είναι μυστήριο πράγματις ακαταλαβίστικο, όπως το είπε κι ο ξένος φίλος, που όταν άκουσε ούλα τούτα, του ξέφυε από το στόμα του νια μονάχα λέξη:
– Κρίμας!

Λεξιλόγιο
μώλεε: μου έλεγε, πνιμένο: πνιγμένο, μου κάζει:μου φαίνεται, χάιτω: άντε, εφτό: αυτό, αχάραος: πριν χαράξει (φέξει), τρομασμένοι: (εδώ με την έννοια) οι φουκαράδες, απίδρομος: ξαφνικό τρέξιμο με πήδημα, φουμάδα: έξαψη, τότενες: τότε, σερνικός: αρσενικός, ασύφταος: που να μη φτάσει, ο αφορεσμένος: ο άξιος αφορεσμού, να σάζει: να σάχνει, καινώργιες: καινούργιες, Ούνρα: (UNRRA) Οράνωση που βοήθησε οικονομικά τα έθνη που έπαθαν καταστροφές από τον πόλεμο, νουρά: ουρά.

ΒΑΣ. Λ. ΣΥΚ.

Εφημερίδα «ΙΘΑΚΟΣ» φύλλο 78-79, Μάρτης – Απρίλης 1985

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.